Απόσπασμα του βιβλίου “70 χρόνια ΕΣΣΔ”

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΉΤΑΝ για μένα πάντα ένα όνειρο, να επισκεφθώ την ΕΣΣΔ, τη χώρα που μισήθηκε κι αγαπήθηκε όσο καμιά άλλη, που στ’ όνομά της και για τις θέσεις της, άνθρωποι απ’ όλα τα πλάτη της γης, ήταν και είναι έτοιμοι να παλέψουν τη χώρα μυστήριο, παραπέτασμα, δικτατορία, παράδεισο, κόλαση, μητέρα και εχθρό, που την επισκέφθηκαν και την επισκέπτονται βασιλείς, στρατιώτες, βιομήχανοι, εργάτες, συγγραφείς, μαθητές, που έχει όλα τα κλίματα κι όλα τα ρεύματα, που άνοιξε τις κλεισμένες πόρτες του σοσιαλισμού, που παραβίασε τους ουρανούς…

Ήταν για μένα ένα όνειρο να ψηλαφήσω τη γη με τους θρύλους τους μεγάλους, τους συγγραφείς – γίγαντες, το λαό με την αληθινή αγάπη στους συνανθρώπους του, το Λένιν, τα ποτάμια-θάλασσες και τις θάλασσες – ωκεανούς, τις τεράστιες λίμνες και τα τρισαιώνια δάση, με τις αργυρόχρωμες σημύδες, την πανσπερμία των εθνών και φυλών και θρησκειών και ηθών και εθίμων, τη χώρα με τα γιγαντιαία μεγέθη…

Ήταν για μένα ένα όνειρο και έγινε πραγματικότητα…

Κανείς ποτέ δεν διάλεξε τους προγόνους του και τον τόπο της γέννησής του. Κι εγώ γεννήθηκα σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό του Καυκάσου, από γονείς φτωχούς αγρότες. Οι γονείς μου, με τους μισούς περίπου συγχωριανούς μας, μ’ έφεραν, άπραγο παιδί ακόμη, στην πατρίδα μας, την Ελλάδα. Από τότε ως τη Θανή τους, πάντα μελετούσαν το χωριό τους κι εγώ αποτύπωνα τις διηγήσεις τους και τα τοπωνύμια κι έπλαθα ένα όνειρο: Να πάω να δω το χωριό που πρώτο είδα το φως, τη βρύση που πρωτοήπια νερό και καθώς πολλοί συγγενείς μου έμειναν εκεί, να δω τη ζωή τους και να την συγκρίνω με τη ζωή των συγχωριανών μου εδώ, στ’ Αμάραντα του Κιλκίς, κοντά στα σύνορα, όπου ζουν σαν μεταβυζαντινοί ακρίτες. Όσο μεγάλωνα, τόσο η ψυχή μου βυθίζονταν στο παρελθόν και τόσο μεγάλωνε η επιθυμία μου. Τελικά έγινε το όνειρο πραγματικότητα και πήγα.

Είχα διαβάσει πολλές εντυπώσεις από την ΕΣΣΔ: Το κλασσικό βιβλίο του Τζων Ρηντ, τις εντυπώσεις του Γληνού, του Βάρναλη, του Καζαντζάκη και πλήθος άλλα. Μετάφρασα και δημοσίεψα στον τύπο, πολλά σχετικά βιβλία κι ανάμεσά τους το λαμπρό βιβλίο του Λάρυ Λέζιερ «Δώδεκα μήνες που άλλαζαν την τύχη του κόσμου», κλασσικό στο είδος του ημερολόγιο του Αμερικανού αυτού δημοσιογράφου, απεσταλμένου του ραδιοφωνικού συστήματος COLUBIA της Αμερικής στην ΕΣΣΔ, το 1941 -1942.

Όμως πάντα πίστευα, ότι κανείς δεν είχε το δικό μου προνόμιο, να μπορεί να δει σε ποια κατάσταση βρίσκεται το ένα παπούτσι που ήλθε και βρίσκεται εδώ, ενώ το άλλο βρίσκεται, απ’ το ίδιο ζευγάρι, εκεί. Έτσι παρομοίαζα το γεγονός ότι οι μισοί συγχωριανοί μου είναι εδώ κι οι άλλοι μισοί εκεί.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Όταν έφευγα, ερεύνησα τι είχα μέσα στις αποσκευές των στοχασμών μου, που νόμιζα ότι θα ήταν σχετικό με το ταξίδι μου. Και βρήκα ότι:

• Το γλυκό μόνο του στη ζωή δεν υπάρχει. Πάντα του έχει και το πικρό. Φτάνει να μην είναι το πικρό πιο πολύ και φτάνει να λιγοστεύει πάντα του. Φτάνει δηλαδή η πορεία, έστω αργή, να γίνεται απ’ το πικρό προς το γλυκό, απ’ το καλό προς το καλύτερο.

• Καμιά δύναμη, στη δυνατή στον άνθρωπο σήμερα προοπτική, δεν μπορεί να καταργήσει τις φυσικές διαφορές των ανθρώπων κι αλίμονο αν μπορούσε, που παίζουν όμως καθοριστικό ρόλο στη Ζωή και εξέλιξή τους, μ’ όποιο σύστημα κι αν Ζουν, Δεν μπορεί να καταργήσει εντελώς τη διαφορά της πόλης απ’ το χωριό, της πνευματικής εργασίας απ’ τη χειρονακτική, της ειδικευμένης απ’ την ανειδίκευτη. Φυσικές διαφορές είναι και του φύλου και της φυλής. Κι αν τα φύλα είναι δυο, οι φυλές είναι πολλές κι οι φυσικές διαφορές αμέτρητες, απ’ το ανάστημα και το χρώμα, ως την ιδιοφυΐα και την αμβλύνοια.

• Η αλλαγή του φορέα της πολιτικής εξουσίας, μπορεί να γίνει με μια εξέγερση, αναίμακτη ή όχι. Η αλλαγή όμως της μορφής της οικονομίας και των συνειδήσεων, θέλει χρόνους και καιρούς, επειδή και το απώτερο παρελθόν και περιβάλλον, το συμφέρον, ο εγωισμός, οι προκαταλήψεις, η γραφειοκρατία, η τεμπελιά, η συνήθεια, ο παρασιτισμός, η άγνοια, ο δογματισμός, η αυταρχικότητα, ο εθνικισμός, η θρησκοληψία, ο φόβος του καινούριου κ.λπ. είναι ακόμα μεγάλες δυνάμεις.

Ο συνειδητός και ιδανικός εξ άλλου εναρμονιομός του κρατικού, συνεταιρικού και ατομικού συμφέροντος, ο συνδυασμός της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας, δεν είναι εύκολα πράγματα, με ανοιχτό το στόμα του ιμπεριαλισμού, έτοιμο να δαγκώσει και με το δάχτυλο πάντα στη σκανδάλη, έτοιμο να πυροβολήσει.

• Αν καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν καταργήθηκε και ο αγώνας για την ατομική διάκριση και ανάδειξη. Ανατροπή του παλιού, δεν σημαίνει ξερρίζωμά του. (Πρόσφατα διάβασα στη γαλλική MONDE (9.5.86) ότι στην ΕΣΣΔ 6α γίνει νόμος για την αυστηρότερη τιμωρία της σπατάλης των κρατικών αγαθών. Καταγγέλθηκε ότι πολλοί που εκτρέφουν γουρούνια ή κότες κ.λπ,, χρησιμοποιούν για ζωοτροφή, ψωμί, που είναι πάμφθηνο, πουλιέται στο ένα τρίτο του κόστους του, επιδοτούμενο απ’ τον προϋπολογισμό.)

• Η προγραμματισμένη, η σχεδιασμένη οικονομία έχει τα καλά της. Έχει όμως σήμερα και το κακό, να μη βγάζει την ποικιλία των ειδών και ποιοτήτων, που βγάζει η λεγάμενη οικονομία της αγοράς. Έχει επίσης εγγενείς αδυναμίες στην έγκαιρη διακίνηση των αγαθών.

• Κάθε καθεστώς πρέπει να κρίνεται με τις δικές του θεμελιώδεις αρχές και οργανωτικές βάσεις. Αλλιώς με το κυβικό μετράμε τις αποστάσεις και με το θερμόμετρο την οξύτητα του λαδιού.

• Η ΕΣΣΔ ως χώρα και οι λαοί της, έχουν διαφορές απ’ τις άλλες χώρες και άλλους λαούς. Οι διαφορές αυτές έπαιξαν και παίζουν και τώρα μεγάλο ρόλο στη ζωή και εξέλιξή τους.

• Στον τελευταίο πόλεμο οι σύμμαχες χώρες πολέμησαν βέβαια το φασιστικό θηρίο. Η ΕΣΣΔ όμως το αποκεφάλισε μέσα στη φωλιά του, χάνοντας 20 εκατομμύρια άτομα κι ασύλληπτες ο’ έκταση ξημιές, με συνέπειες σ’ όλους τους τομείς της ζωής της, ακόμα ως σήμερα. Η Ευρώπη δεν πρέπει να ξεχνά ότι γλίτωσε απ’ το φασιστικό άγος, κύρια, χάρη στους σοβιετικούς ανθρώπους, που πολέμησαν με πάθος για την πατρίδα τους και για την ανθρωπότητα ολόκληρη.

• Η πολιτική είναι σύνθετος συλλογισμός. Είναι η πρακτική των κοινωνικών επιστημών. Είναι μια συνισταμένη σε απειράριθμες δομές, αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις. Είναι ένα πραγματικό αντικείμενο που βγαίνει μέσα από ένα πλήθος παραπλανητικά είδωλα, που δίνουν κάθε λογής κάτοπτρα, τοποθετημένα σ’ όλες τις δυνατές θέσεις, πάνω στο πολυεδρικό φαινόμενο της ζωής, που αέναα κινείται, αλλάξει, περιπλέκεται. Είναι η επιστημονική τεχνική να καθορίσεις ένα στόχο, τον πρώτο μιας σειράς άλλων στόχων, μέσα απ’ τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του δοσμένου τόπου και χρόνου, για το συμφέρον της πλειοψηφίας, όσο τουλάχιστο πρόκειται για μια λαϊκή πολιτική. Η τοποθέτηση οιουδήποτε έξω απ’ αυτήν, αποτελεί ύπουλη θρασύτητα ή θεία αφέλεια. Γιατί και η απάθεια, είναι κι αυτή πολιτική.

ΣΤΗΝ ΟΔΗΣΣΟ

Με τέτοιες αποσκευές, περπατώντας στα δάκτυλα των ποδιών μου, πλησίασα στο έδαφος του πρώτου λαϊκού κράτους. Ανέβηκα στο «DZERZINSKY», αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά, την 1η Αυγούστου του 1966. Στο μώλο, δίπλα στη σκάλα, ένας μελαψός ναύτης, με κοντομάνικη ναυτική μπλούζα, με πολλά τατουάζ στα μπράτσα, με γοργόνες και νεράιδες, μ’ ένα βλέμμα υγρό και κουρασμένο, μας προωθεί, κάτι λέγοντας στη γλώσσα του, αδιαφορώντας αν γίνεται αντιληπτός.

Στο κατάστρωμα οι αξιωματικοί, τυπικά όμοιοι με τους συναδέλφους τους των άλλων χωρών, μα οι περισσότεροι ξανθοί και γαλανομάτες. Το πλοίο όμοιο με τα δικά μας της κατηγορίας του. Το προσωπικό στην πλειοψηφία του γυναίκες. Η κουζίνα κλασσικά ρωσική. Τα μπαρ εφοδιασμένα με λιγοστά πράγματα. Το ωράριο αυστηρά εφαρμοσμένο. Ιδιοτυπία : Απαγορεύεται το σερβίρισμα στο σαλόνι. Έτσι μετά το βραδινό φαγητό, όταν οι επιβάτες μαζεύονται στη σάλα του χορού να χορέψουν, δεν μπορούν να παραγγείλουν τίποτα.

Το πρωί της μεθεπόμενης μέρας, με συγκίνηση αντίκρισα την Οδησσό. Εδώ γεννήθηκε ένας από τους βάρδους του νεοελληνικού διαφωτισμού, η πιο ακάθεκτη μπουλντόζα του δημοτικισμού, ο μεγάλος Ψυχάρης. Ακραία περίπτωση. Βαθιά συντηρητικός άνθρωπος. Δημοτικιστής μαχητής, ερευνητής, επιστήμονας.

Πώς να μην αναλογισθεί ο Έλληνας επισκέπτης, πόσες γενιές Ελλήνων μπάρκαραν και ξεμπάρκαραν ο’ αυτό το λιμάνι. Αδύνατο να μη θυμηθεί τη Φιλική Εταιρία, τους ιδρυτές της. Αδύνατο να μη σκεφθεί τον ελληνισμό που πέρασε αιώνες πολλούς απ’ την πόλη αυτή, τη μια απ’ τις τρεις μεγάλες πόρτες της ΕΣΣΔ, με τις δυο άλλες, στο βορρά και στην ανατολή, το Λένινγκραντ και το Βλαδιβοστόκ.

Γιγάντιο λιμάνι η Οδησσός, με μεγάλη κίνηση, αλλά φοβερά στενόχωρους τελωνειακούς χώρους. Καμιά προσπάθεια διακόσμησης. Τώρα χτίζεται νέο τελωνείο. Το σχέδιο της πόλης είναι σα ν’ άπλωσες ένα μακρουλό τετράδιο αριθμητικής στο μήκος της παραλίας. Περιέρχεσαι όλη την πόλη χωρίς να σε βλέπει ο ήλιος, απ’ τις δενδροστοιχίες. Ούτε ένα σκουπίδι πουθενά. Κανένα ερείπιο, παρά τις 72 μέρες πολιορκίας, τις καταστροφές και τον ηρωισμό των κατοίκων της (η πόλη είναι παρασημοφορημένη σαν ηρωίδα). Τα ξενοδοχεία παλιά, σε στυλ νεοκλασσικό, καθαρά, με εστιατόρια καλά, χωρίς ιδιαίτερα μπαρ. Τα μαγαζιά με στοιχειώδεις βιτρίνες. Καμιά προσπάθεια προσέλκυσης του πελάτη. Καμιά διαφήμιση. Πουθενά ένας ζητιάνος. Λένε ότι η Ρωσία είχε προεπαναστατικά, τα πιο πολλά απλωμένα χέρια. Τους περισσότερους αξύριστους ανθρώπους. Κανένα μπαλωμένο ρούχο και κανένα ιδιαίτερα κομψό και ακριβό. Καμιά πολυτέλεια στην ατομική ζωή, μεγάλη πολυτέλεια, σε σύγκριση με τα δικά μας, στα μέσα μαζικής χρησιμοποίησης. Αυτό για όλες τις πόλεις που επισκέφθηκα ; Οδησσό, Τιφλίδα, Κίεβο, Λένινγκραντ, Μόσχα (εξαίρεση το ταχυδρομείο της). Πολυτελή είναι τα μετρά, τα Πανεπιστήμια, οι σταθμοί, τα μέγαρα των συνδικάτων, τα δικαστήρια, οι παιδικοί σταθμοί. Να εδώ στην Οδησσό το περικαλέστατο μνημείο του άγνωστου ναύτη, το μνημείο Πούσκιν, του Τσεστσένκο, η φιλαρμονική, τα αρχιτεκτονικά μνημεία : η σκάλα του Ποτέμκιν, η όπερα, το δημαρχείο, το μέγαρο των πιονέρων, η βιβλιοθήκη του Γκόρκυ, ο σιδηροδρομικός σταθμός, το αρχαιολογικό μουσείο κ.λπ.

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΙΕΒΟ

Μετά την επίσκεψη των μνημείων της Οδησσού και του σπιτιού που ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρία,(Τώρα είναι μουσείο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821) πορεύομαι προς το Κίεβο, με το τραίνο. Ταχύτατο και ακριβολογημένο. Αλλά με παλιά κλινοστρωμνή για τον ύπνο των επιβατών. Και με μια άλλη ιδιοτυπία: Το 6αγκόν-ρεστωράν, κλείνει ταυτόχρονα με τα ομοειδή καταστήματα της πόλης. Όταν παραπονέθηκα, πήρα την εξής απάντηση : Μα δεν θα κοιμηθείτε; Κατάλαβα ότι επείγει ν’ ανεβεί το μέτρο της ικανοποίησης των αναγκών του Ευρωπαίου τουρίστα στην ΕΣΣΔ. Και πιστεύω ότι θ’ ανεβεί χωρίς φυσικά να υπάρξει ταύτιση, με τα ομοειδή της δύσης, όπου η βουλιμία του ιδιώτη επιχειρηματία, που αποβλέπει στο κέρδος ιδιαίτερα, μπορεί να τον κάνει να προσφέρει ακόμη και μαριχουάνα, που λέει ο λόγος. Εδώ δεν σου προσφέρουν ευκαιρίες να ξοδέψεις τα λεφτά σου κι ακόμα, αν σου τύχει και πρέπει να εισαχθείς στο νοσοκομείο, θα γίνει κι αυτό, δωρεάν.

Στο Κίεβο, με το μεγαλύτερο και πολυτελέστερο σιδηροδρομικό σταθμό που είδα, με αέναη κίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο, με αγάλματα και πίνακες και αρχιτεκτονικά στολίδια, με εντυπωσιακή καθαριότητα, θέλησα ν’ αγοράσω μια σοκολάτα. Ήταν πανάκριβη. Πέντε ή έξι φορές ακριβότερη απ’ τη δική μας. Δεν φταίει σ’ αυτό μόνο ότι γενικά η δραχμή μας, με την υποτίμησή της απέναντι στο δολάριο, υποτιμήθηκε αναγκαστικά και απέναντι στο ρούβλι, αλλά και η πολιτική του κράτους εδώ, που φορολογεί το περιττό κι ελαττώνει σοβαρά την τιμή του αναγκαίου, του βασικού. Χαμηλές τιμές στα είδη ευρείας κατανάλωσης, ψηλές στα περιορισμένα άλλωστε είδη πολυτέλειας. Η τιμή του ψωμιού στο 1/5 της τιμής του ψωμιού στην Ελλάδα. Το ίδιο αφάνταστα μικρές οι τιμές του αεριόφωτος, του ηλεκτρικού, του ενοικίου, του τηλεφώνου, του νερού κ.λπ. καθώς και των βιβλίων, των εντύπων γενικά, των τελών και ενσήμων κ.λπ. Και οι τιμές ίδιες σ’ όλη τη χώρα. Και οι ποιότητες το ίδιο. Κανένας κίνδυνος να σε γελάσει ο… έμπορας και να σου σερβίρει βαμβακερό αντί μάλλινο ή ραιγιόν αντί μετάξι, που Ζήτησες.

Περιέρχομαι την πόλη. Δίπλα στο πλατύ ποτάμι Δνείπερο, απλώνεται η μεγαλούπολη του 1,5 εκατ. ανθρώπων. Άνεοη. Τέσσερις δενδροστοιχϊες σε κάθε δρόμο, με δυο καταστρώματα για πεζούς και άλλα δυο για οχήματα. Το πράσινο καταλαμβάνει πολύ μεγάλο μέρος της επιφάνειας της πόλης. Δέκα χιλιάδες γιατροί, 42.000 φοιτητές, 2.000.000 εισιτήρια στα μεταφορικά μέσα την ημέρα. Μεγάλη υφασματοβιομηχανία, υποδηματοποιία, μεγάλα αγάλματα του Λυ-σένκο, Λένιν, Πούσκιν, Φρανκό, Σεφτσένκο, Μπαντούνιν, του Επισκόπου Βλαντιμίρ, του Μπογντάν Χμελνίτσκυ, κλπ. Ομάδες από μικρά παιδιά 2-3 χρονών με συνοδούς, κρατημένα μεταξύ τους, περπατούν στα πάρκα, κατεβαίνουν στις παρόχθιες πλαζ, επισκέπτονται άλλους χώρους ή σταματούν μπροστά στους πελώριους πίνακες, που είναι σε περίοπτες θέσεις της πόλης με τις φωτογραφίες, σε μεγάλες διαστάσεις, των βραβευμένων ηρώων της σοσιαλιστικής δουλειάς, ανδρών και γυναικών. Τα παιδιά μυούνται από τώρα στο νόημα: Χωρίς εργασία δεν υπάρχει έργο και χωρίς έργο δεν υπάρχει προσωπικότητα. Στην ΕΣΣΔ η δουλειά είναι καθήκον και δικαίωμα κάθε πολίτη. Καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τη δουλειά του.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η ξεναγός μας, μία συμπαθητική δασκάλα από το Τσερνικόβ, με τα ολόσωστα ελληνικά της, την προθυμία και την χάρη των είκοσι χρόνων της, τον ενθουσιασμό της για την ιδιότητά της (ανήκει στην Κομσομόλ), απαριθμεί ποια κατά τη γνώμη της είναι τα ενδιαφέροντα για επίσκεψη μέρη. Ούτε στο μοναστήρι της Λαύρας, ούτε στον παιδικό σταθμό κάποιου εργοστασίου υποδηματοποιίας, ούτε στην κατασκήνωση των πιονέρων, ούτε στον παιδικό σιδηρόδρομο, ούτε στα πάρκα και στις λεωφόρους με τα επιβλητικά κτίρια της πόλης αυτής, θα σταθώ. Θα χρειαζόταν σελίδες πολλές για να γραφούν πράγματα που γράφτηκαν κι άλλοτε ή που θα γραφούν απ’ άλλους επισκέπτες. Θα σταθώ όμως στα περιστατικά που μου έτυχαν προσωπικά. Σαν χαρακτηριστικά.

Οι μαθήτριες Σαβήρα και Φλώρα, που ήρθαν τονρίστριες απ’ το Καζαχστάν, φωτογραφίζονται με το Γιάννη Χαρα-τσίδη, στο προαύλιο της Μονής Αγίας Λαύρας τον Κιέβου, Ελλήνων ιδρυτών.

 

Πρώτο

Μ’ ένα τηλεγράφημα ειδοποίησα τον Εάδελφό μου Γ.Κ., σοβιετικό πολίτη που Ζει σε μια μικρή πόλη της Γεωργίας, ότι έφθασα στο Κίεβο. Την επόμενη ο ξάδελφός μου έφθασε στο Κίεβο κι εγκαταστάθηκε στο ίδιο μ’ εμένα ξενοδοχείο, για να μείνει μαζί μου τις λίγες μέρες, που θα έμενα στην πόλη αυτή. Ο εξάδελφός μου, εργάτης σ’ εργοστάσιο σωληνουργίας, ηλικίας περίπου πενήντα χρόνων, είναι τραυματίας της μάχης του Στάλινγκραντ και τιμήθηκε με κάποια διάκριση γι’ αυτό. Απόρησα με την ευχέρεια με την οποία, ήλθε από τόσα χιλιόμετρα μακριά, για την άνεση με την οποία εγκαταστάθηκε σ’ ένα ακριβό σχετικά ξενοδοχείο, γεμάτο τουρίστες. Την απορία μου την έλυσε ο ίδιος, λέγοντάς μου ότι αυτός, ως σοβιετικός πολίτης, δικαιούται ένα

μήνα άδεια κάθε χρόνο. Από το μήνα αυτό έκανε χρήση 5 μέρες, όσες θάμενε στο Κίεβο, μαΖί μου.

Η χαρά του ότι βρέθηκε μ’ εμένα κι άλλους ‘Ελληνες απ’ την Ελλάδα, εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους. Ήταν φανερή η συγκίνησή του όταν όρθιος στην μπροστινή πόρτα του λεωφορείου, μας αποχαιρέτισε, λέγοντας : «Εμείς οι σοβιετικοί έλληνοι (σ.σ. τα γράφω όπως τα είπε) αγαπούμε τη σαβετική ρουσία, γιατί αφήνε μας και αγαπούμε την Ελλάδα. Εγώ επολέμεσα σ(τ)ο Στάλινγκραντ και έχω τρία γεραλαέματα (σ.σ. τραύματα). ’Αλλα τρία παίρ(ν)ω, αν εν (είναι) ανάγκη να πολεμώ για την Κύπρο. Όταν επολέμανα σ(τ)ο Στάλινγκραντ, εντούνα (κτυπούσα) με την καρδίαν, γιατί ενούνιΖα (σκεφτόμουνα), μετ’ εμάς αντάμα θα ελευθερού-ται και η Ελλάδα. Χωρίς να ελευθερούται η Ρουσία, πώς θα ελευθερούται η Ελλάδα; Σ’ εμάς έλεγαν, να πιάνουμε αιχμαλώτους. Εγώ έλεγα σ(τ)α παιδιά, που έσαν (ήταν) με τ’ εμέν (μ’ εμένα) απάν(ω) σο τανκς : Όποιος πολεμά μας, να τον γλύνετε (να τον κάνετε γλύνα). Έτον (ήταν) όχι μονάχα για την Ρουσίαν, αλλά και για τ’ εμέτερον την Ελλάδαν… (την δική μας την Ελλάδα).

Δεύτερο.

Τη δεύτερη μέρα της παραμονής μου στο Κίεβο, καθώς ο καιρός ήταν θαυμάσιος και το πρόγραμμα πρόβλεπε επίσκεψη σε μια κατασκήνωση αρλιόνοκ (αετόπουλων), στο βάθος ενός δάσους, κατέβηκα απ’ το δωμάτιό μου, φορώντας ένα σορτς. Μόλις με είδε η εκπρόσωπος του Ιντουρίστ (κρατικός οργανισμός της ΕΣΣΔ για τον τουρισμό), μ’ εκάλεσε παράμερα και με τα καλά της ελληνικά και με πολύ ευγένεια μου έκανε τη σύσταση να βγάλω το σορτς και να φορέσω πανταλόνι. Ρώτησα γιατί. Η απάντηση ήταν απλή : Γιατί στην πατρίδα μας κανένας άνδρας δεν φοράει σορτς. Γελώντας, της Ζήτησα να είμαι εγώ ο πρώτος που θα φορούσε σορτς στην πατρίδα της. Η συνομιλήτριά μου επέμενε να φορέσω πανταλόνι. Υπόθεσα ότι αυτό ήταν εντολή. Μπορεί και να μην ήταν. Οπωσδήποτε έπρεπε να συμμορφωθώ.

Ανέβηκα στο δωμάτιό μου κι άλλαζα. Κατεβαίνοντας σκέφθηκα πόσες φορές, ακόμα και στη διάρκεια της Ζωής του καθενός μας, απαγορευμένα πράγματα γίνονται νόμιμα, λαθεμένα αναγνωρίζονται σωστά. Όμως δεν λείπουν ποτέ κι από πουθενά τ’ απαγορευμένα και τα λαθεμένα. Εκείνα που θεωρούνται σαν τελεσίδικα. Σα να τέλειωσε η ιστορία. Νομίζω ότι το πιο απλό θα ήταν να λέγαμε ότι το «για πάντα», με την έννοια της τρισαιωνιότητας, δεν ισχύει παρά μόνο για την ύλη και τις πιο βασικές της ιδιότητες. Ή μήπως κάνω λάθος;

Τρίτο

Στη βιτρίνα ενός πολυόροφου ουνιβερμάγκ (σούπερ μάρκετ) είδα ένα μικρό μπρούτζινο μπούστο του Αεβ Τολστόι, αντίγραφο από ένα μεγάλο έργο του γνωστότατου Ρώσου γλύπτη Αντρέεφ, που απόδωσε όσο κανείς το γίγαντα της πεζογραφίας. Τα μεγάλα πλάνα του έργου του, αποδίδονταν στην έκφραση του μπρούτζου, που έτσι έφερνε ψυχή κι έβλεπες τον ερημίτη της Γιάσναγια Πολιάνα να σμιλεύει όχι πια φιγούρες σ’ ένα κομμάτι χαρτί, αλλά πολυάνθρωπα ταμπλό σε πλαγιές βουνών…

Μπήκα στο μαγαζί ν’ αγοράσω την προτομή. Μου είπαν ότι το τμήμα αυτό ανοίγει στις 11.30. Την επόμενη πήγα αυτή την ώρα. Μου είπαν ότι έχουν απογραφή και δεν πουλούν τίποτα. Την μεθεπόμενη το ξαναζήτησα. Μου είπαν ότι δεν έχουν άλλα αντίτυπα και αυτό είναι της βιτρίνας και δεν πουλιέται.

ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ: ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ

Το αεροπλάνο της ΑΕΡΟΦΛΟΤ με ευστάθεια, ακρίβεια και ταχύτητα, πετώντας σε μεγάλο ύψος, άφηνε την άλλη μέρα πίσω του την Ουκρανία και πλησίαζε στις ακτές της Βαλτικής. Η διαύγεια της ατμόσφαιρας επέτρεπε να φαίνονται όλοι οι οικισμοί στον απέραντο κάμπο, να διακρίνονται καθαρά τα ποτάμια και ποταμάκια, τα δάση, οι δρόμοι, ενώ η αεροσυνοδός ανέφερε ένα πλήθος τοπωνύμια, γνωστά απ’ τις τιτανομαχίες του 6’ παγκόσμιου πόλεμου, όταν οι τίμιοι άνθρωποι συγχρόνιζαν την αναπνοή τους με τους σοβιετικούς στρατιώτες και απόθεταν στον αγώνα τους τις ελπίδες τους, να μην επικρατήσει η χτηνωδία του φασισμού στη γη κι έτσι τα θηρία να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους. Με θαυμαστή ανταπόκριση τα μέσα του Ιντουρίστ κινούνται για χάρη των πελατών του και σε λίγο να, στο ξενοδοχείο «Λενινγκράντσκαγια», δωμάτιο 303. Μπροστά η Ισαάκισκιι πλόσατ, ο ομώνυμος μητροπολιτικός ναός – θησαυρός των μεγάλων τσάρων πασών των Ρωσιών. Το άγαλμα του Νικολάου, παραπέρα το άγαλμα του Μεγάλου Πέτρου, δίπλα στο παλιό και ωραίο, γνωστό για τις δόξες του ξενοδοχείο «Αστάρια» (τώρα τελευταία βρέθηκαν όπως διάβασα, οι προσκλήσεις που τύπωσε ο Χίτλερ, για τη δεξίωση που θα… έδινε, μόλις θα… έπεφτε στα χέρια του το Λένινγκραντ). Απέναντι ακριβώς είναι τα Σοβιέτ της πόλης. Αλήθεια τι να πρωτοδεί κανείς; Πού να πρωτοπάει; Εδώ γύρω πήρε πολλές φορές στροφή η ιστορία της ανθρωπότητας. Εδώ στα χρόνια των τσάρων και του Τσίγκις Χαν, εδώ προχθές ακόμα στη διάρκεια της πολιορκίας… εδώ… Κι όμως τα μνημεία σώζονται. Είναι γιατί σε κάθε κίνδυνο οι Ρώσοι, προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ιστορία τους. Στον τελευταίο πόλεμο, με βουνά από σάκκους με άμμο, με πλήθος άλλα τεχνικά μέσα καλύφθηκαν, όσο ήταν δυνατό, τα μνημεία και διασώθηκαν.

Το Λένινγκραντ μόλις το δεις καταλαβαίνεις ότι έχει μια προσωπική αρμονία·, που την μεταδίδει στην ψυχή σου. Δεν ξέρω γιατί μόλις περπάτησα στους δρόμους του, με το τεφρό ολοήμερο σύθαμπό τους, μου φάνηκε πως η πόλη αυτή, είναι η καταλληλότερη για τους ποιητές και τους ερωτευμένους. Τυλιγμένο μέσα στο πολικό του φως και στην αχλύ του. Στολισμένο με την ιστορία του. Ντυμένο στη μεγαλοπρέπειά του. Οι αιώνες της δύναμης και του πλούτου δεν πέρασαν χαμένοι. Κάθε στιγμή τους συναντάς. Και πρώτα η μεγαλοφυΐα του Μεγάλου Πέτρου, του ιδρυτή της πόλης, που είδε την αξία της θέσης.

Ο ποταμός Νέβα ενώνεται με τη θάλασσα, σα δέντρο ριγωμένο στη γη. Με την ομαλότητα της κυκλοφορίας του νερού, από τη γη οτις ρίζες του δέντρου, μοιάζει η επικοινωνία της Βαλτικής με το εσωτερικό της Ρωσίας. Το δέλτα του ποταμού μοιάζει με τις ακτίνες μιας ομπρέλας. Επάνω σ’ αυτή την ομπρέλα είναι χτισμένη η πόλη, πνιγμένη στο πράσινο.

Εκατοντάδες γέφυρες και καμιά όμοια με μια άλλη. Όλες κομψοτεχνήματα. Άπειρα ποταμίσια κανάλια, τριγυρισμένα με τέσσερις δενδροστοιχίες και ολοκάθαρους δρόμους. Αραιή η κίνηση. Όλη η πόλη ένα απέραντο μνημείο. Ο μνημειακός της χαρακτήρας διατηρείται ως κόρη οφθαλμού. Ανεύρετα τα ίχνη των εννεακοσίων ημερών της πολιορκίας. Τα ερείπια όλα ανιστορήθηκαν με την ευλάβεια ανιστόρησης μνημείου. Τα ανάκτορα, τα μουσεία, οι εκκλησίες, το θέατρα, οι φυλακές, ακόμη και οι σέλλες των αλόγων των αυτοκρατόρων, τα φορέματα της Μεγάλης Αικατερίνης, οι νυχτικιές της, το μπαστούνι του Συσσένιν, το σπίτι του Γκόγκολ, του Πούσκιν, του Λέρμαντοφ, του Τσέχοφ, η φυλακή του Γκόρκυ, του Ντοστογιέφσκυ, το κελί της φοιτήτριας Βέρας Πέτροθα, που αυτοπυρπολήθηκε το 1897, τα ομοιώματα των δεσμοφυλάκων στις φυλακές, ο Νικόλαος, ο Αλέξανδρος, οι σχολές χορού, το Σμόλνυ, το Πετροντβσρέτς, το Πετρσπαυλόφσκιι κρέποστ, το θωρηκτό ΑΒΡΟΡΑ, απέραντοι ιστορικοί χώροι, που σε κάθε σου βήμα, θυμίζουν ιστορικές στιγμές της ανθρωπότητας και των μεγάλων τέκνων της. Εδώ έζησαν και δημιούργησαν οι μεγάλες μορφές του κινηματογράφου Άιζενστάϊν, Πουντόθκιν, Δοβζένκο, οι κορυφαίοι μουσικοί Σοστάκοδιτς και Προκόφιεφ.

Λίκνο της επανάστασης, πόλη του Λένιν, γενέτειρα της νέας Ρωσίας, το Λένινγκραντ, είναι πάντα η μεγάλη μπαλκονόπορτα απ’ την οποία δυτικά βλέπεις την Ευρώπη κι ανατολικά την Ασία. Θαρρείς στέκει στην κορυφή της καμπυλότητας της γήινης σφαίρας…

 

70-xronia-essd-apospasma-2

Το ασανσέρ (ολόκληρο το ένα από τα οκτώ διηγήματα του ομώνυμου βιβλίου)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗΣ

ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ

Όταν η Σμαραγδή συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα χρόνια της, την κάλεσε η διευθύντρια και της είπε, ότι ο κανονισμός του ορφανοτροφείου το απαιτεί: πρέπει να φύγει απ’ το ίδρυμα.

Η Σμαραγδή ένιωσε ένα λυγμό στο λαιμό, κρατήθηκε λίγο και μετά ξέσπασε σ’ ένα πνιχτό κλάμα. Από τότε που έγινε το ίδρυμα, πρώτη φορά έδιωχναν ένα ορφανό, γιατί μεγάλωσε.

Η διευθύντρια σηκώθηκε απ’ τη θέση της, πήγε κοντά της, πέρασε την παλάμη της απαλά πάν’ απ’ τα μαλλιά της και της είπε:

– Μην κλαις, μην κάνεις έτσι. Ο κανονισμός το λέει.

– Μα θα χαθώ κυρία, θα χαθώ. Δεν έχω κανένα το ξέρετε. Είμαι μονάχη στον κόσμο!

– Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ. Τόσα χρόνια σ’ είχα στα χέρια μου, δεν πέρασες καλά; Έχεις παράπονο;

Η Σμαραγδή αγκάλιασε με δύναμη τη διευθύντρια και συνεχίζοντας να κλαίει είπε:

– Όχι, όχι, σ’ αγαπώ. Όμως τώρα τι θα γίνω; Πώς θα ζήσω; Εδώ τα είχα όλα.

Η διευθύντρια ήταν καλή κυρία. Τα πρόσεχε τα παιδιά. Είχε ξεκινήσει μόνη μ’ ένα συσσίτιο που το συντηρούσε με τα λεφτά της και με λεφτά άλλων κυρίων. Είχε στήσει μια μακρόστενη παράγκα, σ ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης κι έδινε ένα μεσημεριάτικο φτωχοφάι σε διακόσια προσφυγάκια, αγόρια και κορίτσια, ορφανά από πατέρα και μητέρα, που έχασαν τους γονείς τους στη μικρασιατική καταστροφή.

Όταν αργότερα η Πρόνοια ίδρυσε το Ισαάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων, πήρε τα κορίτσια του συσσιτίου και διόρισε την ίδια διευθύντρια.

Τα ορφανά αγαπούσαν την κ. Καραϊορδανίδου. Ήταν καλή μαζί τους. Ήταν ψηλή, όμορφη, ευγενική, με πολλά ψαρά μαλλιά κι αρχοντικό κότσο. Δε φώναζε, δε μάλωνε. Χτυπούσε μια δυο φορές τα παλαμάκια της και το μελισσολόι βουβαινόταν στην τραπεζαρία, για να γίνει η προσευχή και ν’ αρχίσει το σερβίρισμα του φαγητού.

– Μη φοβάσαι Σμαραγδή. Σου έχω έτοιμο ένα σπίτι. Θα πας σ’ αυτό. Είναι μια πολύ καλή οικογένεια. Θα σ’ έχει σαν ψυχοκόρη. Θα τους κάνεις τις δουλειές. Έχει δυο αγγελούδια. Ο άντρας της είναι χρηματιστής.

Η Σμαραγδή τ’ άκουε αποχαζωμένη. Δεν ήξερε ούτε τι θα πει χρηματιστής, ούτε πώς είναι τα παιδιά της κυρίας αγγελούδια. Έχουν φτερά και δεν έχουν πόδια; Και τι είναι; Αγόρια η κορίτσια; Ή σαν τους αγγέλους: ούτε το ένα, ούτε το άλλο; Μα πιο πολύ τη σκαντάλιζε το «ψυχοκόρη». Το μόνο που καταλάβαινε ήταν το χρήμα που θα είχε βέβαια ο χρηματιστής, για να τον λένε έτσι.

– Κυρία τι θα πει ψυχοκόρη; Ρώτησε.

– Να, ψυχοπαίδι. Παιδί από ψυχικό, από ψυχοπονιά. Ήταν η απάντηση.

Η Σμαραγδή έφυγε κάπως ευχαριστημένη. Όταν μια λέξη ομολογεί ψυχή, αγγέλους, χρήμα, είναι από δικού της καλή, γιατί και τα τρία είναι καλά πράματα, σκέφθηκε.

Πήγε στο θάλαμο κι άρχισε σιγά σιγά να ετοιμάζεται. Είχε μια χαρτοκούτα, πατηκωμένη και στρωμένη στο σομιέ του κρεβατιού της. Την πήρε, την έστησε κι άρχισε να βγάζει απ’ τη ντουλάπα του θαλάμου ένα ένα τα πραματάκια της. Αλλά τίποτα δεν την κράταγε μακριά απ’ το φόβο που ένιωθε καθώς θα βρισκόταν ξαφνικά μέσα σε ανθρώπους άγνωστους, ψεύτες, πονηρούς, κλέφτες με το γάντι, αμαρτωλούς, όπως άκουε συχνά την κ. Καραϊορδανίδου να λέει, όταν μιλούσε στα ορφανά, για τους κινδύνους που τα παραμόνευαν, σα θα ’βγαιναν έξω στην κοινωνία.

Τ’ ασπρόρουχά της, τις κάλτσες της, ένα δυο ζευγάρια τερλίκια που είχε πλέξει μόνη της, δυο κεφαλομάντιλα χρωματιστά, ένα χτενάκι, μια κορδέλα, ένα μισοσπασμένο καθρεφτάκι, μια πετσετούλα, δυο μαντιλάκια, ένα φόρεμα τσίτινο κι ένα βαμβακερό, μια μπλούζα, το εξώφυλλο από ένα περιοδικό με μια ωραία κοπέλα, ένα εικονισματάκι της Παναγιάς, να κρατάει το Χριστούλη μωρό στην αγκαλιά, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, από τότε που ήλθε μια καλογριά και μοίρασε εικονίσματα στα ορφανά, ήταν τα πράματά της.

Τα ’βαλε στη σειρά με τάξη, έπειτα πήγε στην κουζίνα και πήρε απ’ την κυρα-Φρόσω, τη μαγείρισσα, ένα σπάγκο, να δέσει την κούτα.

– Σμαραγδή! Σμαραγδή!

Ακούσθηκε ξαφνικά μια φωνή από πίσω της. Γύρισε να δει. Ήταν σκοτεινά και δεν ξεχώριζε. Πλησίασε και καλοκοίταξε. Ήταν η Φανούλα. Ένα άλλο ορφανό κορίτσι.

– Σμαραγδή, της είπε, απόψε είδα στον ύπνο μου, ότι βρέθηκε η μάνα σου κι ήλθε και σε πήρε. Λες να ’ναι αλήθεια; Τι καλά…

– Καλέ τι λες… Χαζώθηκες; Εγώ φεύγω. Πάω σε σπίτι. Απάντησε.

Έπειτα φιλήθηκαν και χώρισαν.

Η Σμαραγδή καθώς έσκυβε να δέσει την κούτα της σκέφθηκε μήπως τ’ όνειρο ήταν σημαδιακό και στο σπίτι που θα πάει, η κυρία είναι τόσο καλή, που θα την έχει σα θυγατέρα.

Σε λίγο η Σμαραγδή πήρε την κούτα και πήγε να περιμένει έξω απ’ το γραφείο της διευθύντριας. Βγήκε η κ. Καραϊορδανίδου, την πήρε μέσα στο γραφείο και την έδειξε σ’ ένα κύριο. Εκείνος την κοίταξε καλά απ’ την κορυφή ως τα νύχια και τη ρώτησε.

– Πώς σε λένε;

– Σμαραγδή.

– Το επίθετό σου;

– Δεν έχω.

– Πώς;

– ….

Η διευθύντρια του εξήγησε, ότι στο «σώσε» του χαλασμού της Μικράς Ασίας πολλά παιδιά έχασαν τους γονείς τους και δεν ήξεραν την καταγωγή τους. Ήταν φορές που ο πατέρας για να προλάβει να σώσει το παιδί του, το πέταγε σ’ ένα βαπόρι, έφτανε να ζούσε κι ας χανόταν ο ίδιος και η γυναίκα του.

– Υπάρχουν, πρόσθεσε, πολλές οικογένειες που χώρισαν πάνω στο χαλασμό και δεν αντάμωσαν κι ίσως δε θ’ ανταμώσουν ποτέ. Γιατί χάθηκαν, σκοτώθηκαν, πέθαναν. Άλλοι εκεί, άλλοι εδώ. Ο κόσμος σκόρπισε ολούθε σαν τα πουλιά που κάποιοι χάλασαν τη φωλιά τους. Είναι φορές -έγινε κι αυτό- ένα παιδί που το πήρε ο τυχόντας απ’ το δρόμο, τ’ αμόλησε έπειτα, για ν’ απαλλαγεί. Μπορεί κάτι τέτοιο να ’γινε και με τη Σμαραγδή.

– Και πώς αντιμετωπίσατε το πρόβλημα αυτό εσείς; Πώς τη γράψατε στο Ισαάκειο;

– Να πώς. Τη Σμαραγδή όταν τη βρήκαμε στο Μπέη Τσινάρ, ήξερε μόνο το μικρό της όνομα και τα ονόματα της μητέρας της και του πατέρα της. Ήταν Ελληνόπουλο και βαφτισμένο. Αυτά ήταν αρκετά για μας. Η Σμαραγδή έγινε Σμαραγδή Πέτρου του Πέτρου και της Ελένης. Αν την ρωτούσες για τη γιαγιά, τον παππού, το χωριό κλπ, σε κοιτούσε απορημένη. Κι εσείς κύριε Πεταλά, μ’ αυτά τα στοιχεία θα την πάρετε, μα κάποτε πρέπει να την πολιτογραφήσετε, να μπει η Σμαραγδή στο ψυχομέτρι της Ελλάδας.
Έπειτα η κ. Καραϊορδανίδου φίλησε τη Σμαραγδή, την καλοτύχισε και χώρισαν.

Η Σμαραγδή με την κούτα στο χέρι, έτρεχε πίσω απ’ τον κύριο, σαν το δεμένο αρνί πίσω απ’ τον χασάπη. Ίσως για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα δρασκελούσε κατώφλι σπιτιού. Οι θύμισες που είχε απ’ τη μακρινή πατρίδα της, ήταν λίγες και θολές. Θυμόταν τη βρύση, την αυλή της εκκλησιάς, το μέρος που μοίραζαν τα κόλλυβα, το νεκροταφείο με το χαλασμένο εκκλησάκι, τη χαρά που ’κανε να μαζεύει βατόμουρα στις όχθες σ’ ένα ρυάκι που χώριζε το χωριό στα δυο. Ξυπόλυτη έμπαινε μέσα στα νερά και τα πλατάγιζε και πιτσιλούσαν στα πλάγια κι ήταν γι’ αυτό όλο χαρά. Κι ήταν ανεξήγητο, πώς το νερό από χάμω που βρισκόταν, πεταγόταν ψηλά και πέρα μακριά. Καμιά φορά έφερνε ένα σπάγκο κι έδενε δυο δυο απ’ τα ποδαράκια τους τα βατραχάκια που έπιανε και τ’ αμολούσε πάλι στο νερό για να δει πως θα κολυμπούσαν δεμένα… Α… τα παιχνίδια της τα παιδικά, ήταν όλα τόσο ωραία.

Τ’ αγγελούδια του κ. Πεταλά που λέγαμε, ήταν ο Άρης τριών χρόνων και ο Πάρης πέντε χρόνων και η γυναίκα του, η κ. Θεανώ. Από την πρώτη κιόλας μέρα, η κυρία χάραξε την πορεία της ζωής της Σμαραγδής.

Η Σμαραγδή θα κοιμόταν σε μια αποθήκη, δίπλα στην κουζίνα και δε θα ’βγαινε από κει, παρά μόνο όταν θα την καλούσαν. Θα ’τρωγε μόνη στην κουζίνα μετά που θα ξέστρωνε το τραπέζι της οικογένειας. Δε θα είχε σχέσεις και παρέες. Αυτά δεν τα σήκωνε η κ. Πεταλά και το μισθό της, θα τον έβαζε όλον στην τράπεζα. Η κ. Πεταλά ας ήταν αυστηρή, ήταν όμως και απλοχέρα. Κάθε Πρωτοχρονιά αγόραζε ένα λαχείο και το ’δινε στη Σμαραγδή, λέγοντας:

– Προτιμώ να σου χαρίζω τύχη, απ’ οτιδήποτε άλλο. Να πιστεύεις στην τύχη. Αυτή είναι η πιο μεγάλη δύναμη. Ούτε τα γράμματα, ούτε τα λεφτά, ούτε η προκοπή, δεν πιάνουν χαρτωσιά κοντά της. Έχεις τύχη, έχεις όλα. Δεν έχεις τύχη, δεν έχεις τίποτα. Την τύχη έπρεπε να έχουν οι άνθρωποι για Θεό. Όταν θα ’ρθεις κι εσύ στην ηλικία μου, θα καταλάβεις πως την ευτυχία δεν την δίνει ο άνθρωπος στον εαυτό του, αλλά η τύχη. Αυτή κάνει κουμάντο στη ζωή μας. Εκείνοι που τα φορτώνουν όλα στο Θεό, είναι ανόητοι, είναι αμαρτωλοί. Τον έκαναν μπακάλη του κόσμου το Θεό, που κρατάει για τον καθένα ένα τεφτέρι, τι δίνει και τι παίρνει και στο τέλος, σαν ο άνθρωπος πεθάνει, βάζει ο Θεός τα γυαλιά του και κοιτάει: Χρωστάει ή όχι, το τέκνον του; Αν χρωστάει, του κολλάει τη ρετσινιά του αμαρτωλού και τον στέλνει στην κόλαση κι αν δεν χρωστάει, τότε ο άνθρωπος είναι καλός και παίρνει εισιτήριο τον παράδεισο, όπου δεν έχει πια να χρωστάς ή να μη χρωστάς!

Η κ. Πεταλά ήξερε πασιέντσα, έβλεπε το φλιτζάνι, μελετούσε τ’ άστρα του γαλαξία, καταλάβαινε το πρόσωπο του φεγγαριού κι όλα αυτά για να μπορεί να μαντεύει την τύχη, τι του μέλλεται του καθενός και πίστευε ότι το πετύχαινε. Εκ των υστέρων όμως. Αν το τυχερό ήταν κακό, το δεχόταν καρτερικά, χωρίς βαρυγκόμια, αν πάλι ήταν καλό, το δεχόταν δίχως χαρά γιατί ήταν τυχερό κι όχι δική της αξιοσύνη. Έτσι μέσα από παραλογισμούς και λολάδες, είχε μια ισορροπία…

Ύστερα απ’ την κ. Καραϊορδανίδου, δασκάλα και παιδαγωγός της Σμαραγδής έγινε η κ. Πεταλά. Όταν η κ. Πεταλά είχε κέφι, ρητόρευε στην κουζίνα για τη Σμαραγδή και φρόντιζε να την κάνει να προκόψει, ξεχνώντας τις θεωρίες της για την τύχη.

Έλεγε επιταχτικά: Να μαζεύεις τις οικονομίες σου. Να κάνεις σπίτι. Να μη πάρεις όποιον όποιον. Κανένα ζεβζέκη, χαζούλιακα, αχμάκη. Να ’ναι ασίκης, το μουστάκι του να ναι από συρματόσχοινο κι η γροθιά του από μαντέμι. Όχι κανένα αντράκι… Όχι όποιον όποιον! Σμαραγδή μ’ ακούς;

Κι η Σμαραγδή επαναλάμβανε μέσα της: Σμαραγδή μ’ ακούς; Όχι όποιον όποιον. Αυτό κατάντησε ν’ αντιβουίζει στ’ αυτιά της σαν το τραγούδι του γκιώνη και με τον καιρό έγινε ατράνταχτη πίστη της, ότι αν η τύχη το θελήσει -και θα θελήσει, τι θα κάνει- θα της στείλει έναν άντρα που να της πάει, ένα λεβέντη, όχι όποιον όποιον, έπρεπε όμως να κάνει κι ένα σπίτι, δικό της.

Πώς όμως να κάνει το σπίτι;

Το σπίτι ήλθε σταλμένο απ’ την τύχη. Και να πως:

Πάνω στα δέκα χρόνια που την είχε δούλα η κ. Πεταλά, της έτυχε το πρώτο λαχείο: τετρακόσιες χιλιάδες γερές δραχμές. Με τις εκατόν πενήντα χιλιάδες αγόρασε ένα οικοπεδάκι πέρα απ’ την Αγία Φωτεινή και τα υπόλοιπα τα κατάθεσε στην τράπεζα.

Στη μέση του οικόπεδου έστησε μια μικρή παράγκα από σανίδι ραμποτέ και κουβαλήθηκε. Είπε στην κυρία της ότι θα ’ρχοταν μόνο ως εξωτερική. Προφασίστηκε ότι τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν την είχαν πια ανάγκη, ενώ η αλήθεια ήταν ότι τα παιδιά ήταν τύραννοι. Έφταναν στο σημείο, όταν το καλοκαίρι πήγαιναν εξοχή, να ζητούν να στέκεται η Σμαραγδή όρθια και να την βρέχουν με τη μάνικα, γιατί αυτό τα διασκέδαζε κι η κ. Πεταλά το ’βρισκε σωστό. Ξάπλωναν τη Σμαραγδή καταγής και πηδούσαν από πάνω της, τη μουτζούρωναν με καπνιά, με βατόμουρα, την τύφλωναν με καρπουζόσπορους, καθώς έμαθαν και σημαδεύοντας πίεζαν το φρεσκοβγαλμένο σπόρο, ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού τους κι ο σπόρος τινάζονταν στο πρόσωπό της. Αυτό ήταν ένα παιχνίδι που αγαπούσαν πολύ τα παιδιά το καλοκαίρι, την εποχή των καρπουζιών κι η κ. Πεταλά ήταν σύμφωνη, αφού αυτό ευχαριστούσε τ’ αγγελούδια της: Τον Άρη και τον Πάρη, που ήταν πραγματικά ωραία παιδιά.

Η Σμαραγδή το ’βλεπε πόσο η τύχη άλλαξε τη ζωή της. Έγινε πια αυτεξούσια. Σαν κυρία τώρα ντυνόταν κάθε πρωί και πριν ξυπνήσουν τ’ αφεντικά, βρισκόταν στο κάθε σπίτι κι έκανε τις δουλειές τους.

Έμπαινε λαγοπατητά στην κουζίνα, έβρισκε τα πιάτα και τα κατσαρολικά, τα ’πλυνε με ζεστό νερό, όπως ήθελαν οι κυρίες, τα σκούπιζε τα ’βαζε στα ράφια και τις ντουλάπες, τέλειωνε με την κουζίνα κι άρχιζε έπειτα πλύση, άπλωμα, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, καθάρισμα, συμμάζεμα του σπιτιού, σιδέρωμα, δώδεκα και δεκατρείς ώρες κάποτε και δεκατέσσαρες ώρες την ημέρα, αλλά έτρωγε και το φαΐ της κι έπαιρνε και για το σπίτι της αν ήθελε και το μεροκάματο ακέριο, στο χέρι. Χωριστά της έδιναν και τα ναύλα. Κάθε Σάββατο η πρώτη της δουλειά ήταν να πάρει το βιβλιάριο και να πάει στην τράπεζα να καταθέσει τις οικονομίες της όλης της εβδομάδας, εκτός από πενήντα δραχμές, που κρατούσε για ν’ αγοράσει ένα λαχείο και κάτι ψιλά. Πολλές φορές δούλευε και τις Κυριακές. Ήταν μερικές κυρίες που η μια με την άλλη μάθανε τη Σμαραγδή, πόσο ευσυνείδητα δούλευε και την ήθελαν, έστω την Κυριακή και της έδιναν σχεδόν διπλάσιο μεροκάματο. Κι η Σμαραγδή το προτιμούσε αυτό. Έτσι μπορούσε κι έκανε το Σάββατο τις δικές της δουλειές που ήταν κι οι τράπεζες ανοιχτές. Όμως τόσα χρόνια που έπαιρνε λαχείο, ποτέ της δεν κέρδισε ούτε μια δραχμή. Δεν ήθελε η τύχη. Δεν την κακολογούσε. Την τύχη δεν την κακολογούν. Τη δέχονται και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τη θέλησή της, έλεγε η κ. Πεταλά.

Η Σμαραγδή έκανε υπομονή, να μαζέψει τα χρήματα που ήθελε για να χτίσει τη μικρή πολυκατοικία. Αυτό ήταν τ’ όνειρό της και γι’ αυτό φορούσε τα ρούχα και τα παπούτσια που της έδιναν οι διάφορες κυράδες, ας ήταν παλιά ή μικρά ή μεγάλα και παρδαλά. Αυτά θα λέμε τώρα; Ο σκοπός ήταν ιερός. Να κάνει μια μικρή δική της πολυκατοικία και τότε να δεις πώς ο λόγος της κυρίας Πεταλά «όχι όποιον όποιον», θα γινόταν πράξη. Θα ’ρχόταν, ο λεβέντης, ο σιδερομούστακος, να πέσει στα πόδια της. Τότε θα καθόταν και θα μάζευε τα ενοίκια. Δε θα δούλευε πια. Το μαρτύριο με τις ιδιοτροπίες των διαφόρων κυριών, θα τέλειωνε. Δε θα την έβλεπαν αφ’ υψηλού. Άμα θα είχε την πολυκατοικία της και τα λεφτά της, να δεις πως όλοι θα τη λογάριαζαν. Κι όσο μεγάλωνε ο λογαριασμός των καταθέσεων στην τράπεζα και πλησίαζε στο ποσό που της είπαν, ότι θα χρειαζόταν να χτισθεί η πολυκατοικία, τόσο η Σμαραγδή αυγάτιζε την παραγγελιά της κ. Πεταλά όχι όποιον όποιον κι έδιωχνε τα συνοικέσια, που είχαν πυκνώσει, είναι αλήθεια, σα μαθεύτηκε το μεγάλο λαχείο.

Ώρες πολλές τη νύχτα στο κρεβάτι της, πριν να την πάρει ο ύπνος, η Σμαραγδή, μελετούσε πώς θα ήταν η πολυκατοικία της και πώς θα ήταν ο άνδρας της. Όλο πρόσθετε κι άλλες απαιτήσεις στο είδωλό της. Να μην είναι μουρντάρης. Εκείνη δεν την είχε ακουμπήσει χέρι ανδρικό. Να μη καπνίζει. Τι τρέλα κι αυτή, να καίνε τα λεφτά τους και να χάνουν το στόμα τους καπνοδόχο. Να μην πίνει, να μη χαρτοπαίζει, να μην είναι σπάταλος, να κάνουν λεφτά – τι ωραίο πράμα – γιατί όπως έλεγε ο κ. Πεταλάς, το χρήμα είναι το αίμα της ζωής. Χωρίς αυτό ο άνθρωπος πεθαίνει. Κι ο άνδρας της έπρεπε να κερδίζει τουλάχιστο διπλάσια. Τι άνδρας θα ήταν αυτός που ’βγαζε λιγότερα απ’ τη γυναίκα του. Άχρηστος. Μηδέν. Να κάνει το κουμάντο του ο κύριος αυτός και να βγάλει λεφτά, που είναι το αίμα της ζωής, η έκτη αίσθηση, όπως έλεγε ο κ. Πεταλάς, χωρίς την οποία καμιά απ’ τις πέντε αισθήσεις δεν λειτουργεί. Όχι τεμπελχαναλίκι και κηφηναριό. Ακούς εκεί. Τι, γυμνό και τσίτσιδο θα τον πάρει; Αν είναι τέτοιος, να πάει στο λουτρό. Ένας τσίτσιδος, μόνο για το λουτρό κάνει. Δεν έχει καμιά δουλειά με την πολυκατοικία της. Εκείνη με το αίμα της καρδιάς της, έκανε μια ντανάτη περιουσία και ο κύριος αυτός, επειδή είναι αρσενικός, θα ’ρθει να του παραδώσει τα κλειδιά; Ε, όχι. Να λείπει. Χίλιες φορές: όχι όποιον όποιον.

Για να μπορέσει η Σμαραγδή να ξεκινήσει το χτίσιμο της πολυκατοικίας πέρασαν κάμποσα χρόνια. Το οικόπεδο ήταν κατηφορικό κι έκανε σκαψίματα για να κάνει ένα μικρό ισόγειο κι έπειτα δυο πατώματα, από δυο δυάρια το καθένα, με οπλισμό για δυο μελλοντικά πανωσηκώματα. Τα υλικά όλο ακρίβαιναν. Κυνηγούσε να φτάσει τις τιμές τους και δεν έσωνε. Ο μηχανικός, που της σύστησε ο κ. Πεταλάς, της είπε ότι μάλλον θα ’φταναν τα λεφτά της, αλλά κι αν θα έλειπαν κάτι ψιλά, εκείνος θα κανόνιζε να πληρωθούν απ’ τα ενοίκια. Έπρεπε όμως να φύγει η παράγκα απ’ το οικόπεδο. Την
πούλησε σ ένα μανάβη. Η ίδια μετακόμισε σ’ ένα υπόγειο κοντά στην Καμάρα, που πλημμύριζε όταν έβρεχε και κατέβαζε ποτάμι το νερό απ’ την Αποστόλου Παύλου. Δε βαριέσαι. Σε λίγο τα βάσανα θα τέλειωναν. Ο μηχανικός της είπε ότι σε δέκα μήνες θα της έδινε τα κλειδιά στο χέρι.

Η Σμαραγδή θα φρόντιζε να νοικιάσει τα διαμερίσματα για να πληρώσει τα χρέη της κι ως τότε θα ’μενε στο υπόγειο που νοίκιασε. Ωστόσο δεν έπαψε να δουλεύει, μόνο που έκοψε τις τρεις μέρες της εβδομάδας, την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή, γιατί πήγαινε στην οικοδομή κι έδειχνε τα διαμερίσματα στους υποψήφιους ενοικιαστές. Όμως κανένας ενοικιαστής της προκοπής δεν είχε παρουσιασθεί κι οι μήνες κυλούσαν. Όλοι τους ήταν όποιος όποιος κι εκείνη ήθελε νομάρχη, σταθμάρχη, γυμνασιάρχη, άνθρωπο τέλος πάντων που να έχει εξουσία, που να το λέει επάγγελμά του, όχι όποιον όποιον!

Μια Κυριακή, καθώς ο καιρός έδειχνε πως θα ’κανε μεγάλη ζέστη, κίνησε πολύ νωρίς για την οικοδομή, να προλάβει με τη δροσιά να σφουγγαρίσει τα πλατύσκαλα, τους διαδρόμους και τις σκάλες. Κοίταζε και ξανακοίταζε τα χέρια της, τα νύχια της που φαγώθηκαν απ’ τα σφουγγαρίσματα στα ξένα σπίτια. Μα παρηγοριόταν ότι όλα σε λίγο θα τέλειωναν και θα ’κανε κι εκείνη χέρια τρυφερά, νύχια όμορφα, καλοκομμένα και καθαρά, σαν της κ. Καραϊορδανίδου. Τότε θα πετούσε από πάνω της τα παλιόρουχα των κυριών που φορούσε. Τότε θα ’ρχονταν στα πόδια της οι μοδίστρες, οι μανικιουρίστες, οι κομμώτριες, όπως πήγαιναν στις άλλες κυρίες. Τα λεφτά της να ’ταν καλά.
Άρχισε το σφουγγάρισμα απ’ το δεύτερο πάτωμα κι όταν τέλειωσε, άφησε τον κουβά και το σφουγγαρόπανο στο πλατύσκαλο και μπήκε στο ασανσέρ να κατέβει κάτω. Στο ενδιάμεσο του δεύτερου και πρώτου πατώματος, είτε κατεβαίνοντας είτε ανεβαίνοντας, αν τυχόν είχε κατέβει για να κλειδώσει από μέσα την εξώπορτα, εκεί όπου βρέθηκαν τα κλειδιά, κόπηκε το ρεύμα και σταμάτησε ο θαλαμίσκος. Η Σμαραγδή έμεινε κλειδωμένη μέσα. Σίγουρα θα φώναξε, θα ξαναφώναξε, μα ήταν μακριά απ’ τον κόσμο και κανείς δεν την άκουε. Θα θυμήθηκε ότι είχε και την πόρτα κλειδωμένη, για να μην έμπαινε κανείς μέσα, όσο εκείνη θα ήταν στα πάνω πατώματα.

Η σκέψη ότι θα μπορούσε να μείνει μέσα στο θαλαμίσκο όλη τη νύχτα, της σάλευε το νου. Μεσημέριασε, ήλθε και το απόγευμα, είδε έπειτα και το σκοτάδι ν’ απλώνεται παντού. Οι δεκοχτούρες που κουρνιάζουν κατά χιλιάδες στη Θεσσαλονίκη, άρχισαν να λένε το δικό τους θλιβερό θρήνο, για το σκοτάδι που πλάκωνε τον κόσμο. Η Σμαραγδή μόνη μέσα σε μια στάλα θαλαμίσκο, της δικής της πολυκατοικίας, ανάμεσα σε δυο τσιμεντόπλακες, σα μέσα σ’ ένα πηγάδι θεοσκότεινο, χωρίς τίποτα. Η ψυχή της θα ’βγαινε απ’ το κακό της. Σίγουρα θ’ άρχισε να χτυπιέται, θα ’κανε σαν τρελή. Τι ωφελούσε; Θ’ αφουγκραζόταν, αλλά δεν έβγαινε άχνα από πουθενά. Μια βαθιά σιωπή παντού, σα να μη γινόταν τίποτα στον κόσμο, ενώ εκείνη χανόταν απ’ το πρόσωπο της γης. Κι ο πιο μικρός θόρυβος από άνθρωπο, θα της ήταν μια παρηγόρια. Αλλ’ αυτή η βουβαμάρα… Αυτό το ξαφνικό ξεκόψιμο απ’ τον κόσμο… Ή μήπως δεν ήταν ξαφνικό, αλλά τρόπος ζωής, για τη Σμαραγδή;

Τον ίδιο καιρό οι κυρίες που ήθελαν να τους δουλεύει η Σμαραγδή, ανησυχούσαν που η κ. Αμασχάλη, δεν έδινε σημεία ζωής. Έτσι την ονομάτιζαν πειραχτικά μεταξύ τους, γιατί η Σμαραγδή περηφανευόταν, ότι δεν ήταν σαν τις άλλες καθαρίστριες που άφηναν τις αμασχάλες των σπιτιών ασυγύριστες κι εννοούσε τις ντουλάπες κάτω απ’ το νεροχύτη, τις κόχες απ’ τα ράφια, το πάτωμα της τουαλέτας πίσω απ’ τη λεκάνη, τα πατάρια τα καλάθια, τα συρτάρια και τόσες άλλες γωνιές που έχει κάθε σπίτι. Τηλεφώνησαν στην κ. Πεταλά να μάθουν, μα δεν ήξερε τίποτα. Τι έγινε η Σμαραγδή; Μήπως πήγε καλόγρια; Αποκλείεται. Δε φαινόταν τέτοιο πράμα. Μήπως αυτοκτόνησε; αδύνατο, ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος, γεμάτος όνειρα, σωστά ή λαθεμένα, δεν αυτοκτονεί. Άρχισαν οι διάφορες κυρίες να ρωτούν, πήγαν στο νεκροτομείο, στις πρώτες βοήθειες, στην αστυνομία. Τίποτα.
Οι μέρες κυλούσαν όταν ένα πρωί ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός μετάδωσε:

«Ανακοίνωσις της Αστυνομικής Διευθύνσεως… Κατόπιν παραπόνων περιοίκων νεοδμήτου οικοδομής, της περιοχής «ο Μύλος του Καλού» περί αναδιδομένης δυσοσμίας πτωμαΐνης, άνδρες της ημετέρας Δ/σεως και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσ/νίκης, παρεβίασαν την σιδηράν εξώθυραν και εισελθόντες εύρον παγιδευμένην εντός του θαλαμίσκου του αναβατήρος, νεκράν, εν μέσω των ιδίων της ακαθαρσιών και περιττωμάτων, εν προϊούση αποσυνθέσει, γυναίκα μέσης ηλικίας αγνώστων στοιχείων. Διετάχθη νεκροψία. Ενεργούνται ανακρίσεις.

Εν Θεσσαλονίκη τη … 193… »

Ο έφορος έστειλε και σφράγισε τη «ντανάτη» περιουσία της Σμαραγδής, κι ο Δήμος κήδεψε το ψυχομέτρι του, που σ’ όλη του τη ζωή, δούλεψε για να ζήσει καλύτερα, αλλά τελικά (ήταν) για να μη ζήσει…

Η ψυχή της, όταν συναντήσει τις ψυχές των γονιών της, δε θα βρει ποιος τους σκότωσε και τους τρεις, εφόσον δε ζούσε και δε σκεφτόταν σωστά.

Η γέννα της Ελένης (απόσπασμα από το βιβλίο “Βάσανα και θυμοί”)

Τίποτε δέν προμηνοΰσε αποτρόπαιο κείνο τό βράδυ. Τό χωριό ήρεμο λικνιζόταν στήν Αγκαλιά του δασωμένου λόγγου, καθώς τ’ άπαλοχάιδευε ό μαλακός μαΐστρος πού κατέβαινε άπ’ τήν κορφή τής Κρούσσας κι Απλωνόταν ώς τά γλυκά νερά τής λίμνης τής Δοϊράνης μέ τά παχιά γριβόδια Πρίν άπό λίγο πέρασε συρίζοντας τ’ Απογευματινό τραίνο καί χάθηκε μέσ’ στά προκοίλια τοΰ Μπέλες, κοντανασαίνοντας στήν Ανηφόρα πρός τόν Ντοβά-Τεπέ. ΟΙ χωρικοί, καθισμένοι στ’ Απόσκια των σπιτιών καί τών δένδρων, σέ νόθες Από καλαμωτή ή καί χορτάρι. μπούρλιαζαν τά καπνόφυλλα — τόν όλονύχτιο μόχθο τους.

‘ Η Ελένη — ή Λένα, όπως τήν έλεγε ό καλός της — ξεπετάχτηκε Από ‘να δυνατό πόνο στά σωθικά της

— Ρόδη. πονώ, ζαλίζομαι, είπε.

Κι Ακούμπησε στό παραστάρι τής πόρτας. Ό Ρόδης παραμέρισε γρήγορα Απ’ τά πόδια του τά καπνόφυλλα, έβαλε παράμερα τή βελόνα του κι Ανήσυχος όνασηκώθηκε.

— Τί έχεις. Λένα; — τής είπε.

“Επειτα, τήν κράτησε τρυφερά Απ’ τό χέρι, τήν όδήγησε ώς τόν ξύλινο μπάγκο πού είχαν γιά κρεβάτι καί τήν έβαλε νά κάτσει.
Στήν πλατεία τοΰ χωριού, καθόταν στήν σκιά μιας Ακακίας καί μπούρλιαζε καπνά κι ό Χρήστος ό Ντόλης. Δίπλατου ή γριά μάνα του νύσταζε άιτ’ τό βαρύ ξαγρύπνιο τού καπνού καί τιναζόταν μ* Ινα -ουφ- κάθε φορά πού ή βελόνα τρύπηγε τά χέρια της, άπό τή νύστα. Τρύπογε κι ο γιός της τά δικά του δάχτυλα μέ τήν καπνοβελόνα καί τό αίμα Εσταζε κόκκινο, σταλαματιά-σταλαματιά, όμως έκεινού ήταν άπ’ τή βιασύνη του. μή καί δέν τόν πάρει ή μέρα, καθώς ό ήλιος πήρε κι Εγερνε. Ό καπνός, σάν μείνει άποβραδίς, κολλάει καί γίνεται βάσανο μεγάλο.

Ξαφνικά, άπ’ τό βάθος τής πλατείας πρόβαλε ό Ρόδης καί, χωρίς καμιά γνοιασύνη γιά τά λιθάρια καί τά βότσαλα πού τρυπούααν τά ξυπόλυτα πόδια του, ήρθε καί πέρασε, σά μολύβι άπό σφαίρα, πρός τό κεφαλόβρυσο.

— Κάτι κακό τού μέλλεται. μάνα, είπε ό Χρήστος.

Σε λίγο, όλο τό χωριό μάθαινε τή φαρμακερή είδηση. Οί φωνές τής δύστυχης λεχώνας άνακατώνονταν μέ τά μουγγανητά τών δαμαλιών καί τών βοδιών. πού. γυρίζοντας άπ’ τή βοσκή. σταματούσαν κι Εκραζαν κι άνασκάλευαν τή γής κι Ανασήκω-ναν σύννεφο τή σκόνη, στή ρεματιά, όπου Εφαγε Εψές τό βράδυ ό λύκος τό μοσχάρι τής Λαδούς. *0 γελαδάρης βάρα γε δυνατά μέ τό τομούσι του νά τά σκορπίσει, μά κείνα θαρρείς πεισμάτωναν κι Εστεκαν κι Εκραζαν, Εκραζαν…

Τό φεγγάρι άνέβαινε φηλά πρός τά μεσούρανα κι οί νυχτερίδες πλήθαιναν τίς ά κανόνι στες στροφές τους, πάνω Απ’ τά κεφάλια τών συγκεντρωμένων χωρικών Κανείς δέν Εβγανε άχνα. τό σύμπαν γέμιζε άπό τίς φωνές καί τά βογγητά τής Λένας καί δέ χωρούσε ό τόπος ούτ’ Ενα φίθυρο. Όλοι πονσΰ-σαν μαζί της. κι Εμεναν Αλαλοι καθώς Εκείνη Εστελνε βοερά στά πέριιτα τοΰ κόσμου τόν πόνο καί τήν όργή της. Στή χαμηλοτάβανη καλύβα, γύρω-τριγύρω στά χαμοκρέβατο. Εστεκαν μέ σταυρωμένα Τά χέρια, ή μιά. κι ή Αλλη, κι ή τρίτη μαμή τού χωριού, άνήμπορες γι’ Αλλο τίποτες, παρά νά βλέπουν τήν κοιλιά τής Αρρωστης ν’ άνεβαίνει, ν’ Ανεβαίνει, καθώς τό παιδί ήρθε μέ τά πόδια κι όχι κανονικά, μέ τό κεφάλι

Ό Χρήστος Εφτασε κι έκείνος άπ’ τούς πρώτους μέ τή μάνα τοιι κι έκεϊ χάμω, οιήν Αμμουδιά, δίπλα στο φράχτη τό γειτονικό, καθόταν άμίλητος. Χίλια πράγματα πέρασαν άπ* τά

νσί· του.

— Καί πέρσι οάν σήμερα είμασταν όλοι έδώ μαζεμένοι, όμως γι’ άλλο λόγο, μονολόγησε…

Μετά τά μεσάνυχτα, μέ τή βραχνή φωνή τής πονεμένης λεχώνας Ανακατεύτηκε στον Αθέρα κι ό ήχος Απ’ τ* Αλογο-κούδουνα τού Αμαξά τού Πέτρου. Τόν είχε στείλει ό Ρόδης νά πάει ατό κοντινό κεφαλοχώρι, νά φέρει τόν κυρ-Ήλία. πού δέ σπούδασε, όμως ήταν καί μάμος καί γιατρός κι άπ* άλα

Λυτός κάτι θά ’κάνε.

Μά πάνω κεί πού μελέταγαν οι χωρικοί τό καλό. Απρόσμενο ήρθε τό κακό. Πρόβολον άπ’ τ’ άντικρυνό σοκάκι τρεΙς σκιές μέ στολή, μέ πηλίκτα. Πλησίασαν, πέρασαν τό συγκεντρωμένο πλήθος, έφτασαν μ πρός στήν καλύβα τού Ροδή, καί ό μπροστάρης τους ρώτησε:

— Ποιός είναι Λ Ρόδης Καλδής;

—*Εγώ. είπε ό Ρόδης.

— Συλλαμβάνεσαι. Άκολούθησέ μας.

Αμέσως Εκοφαν τό δρόμο τους, κι ό Ενας κι ό άλλος, οί προεστοί τού χωριού καί μέ παρακάλια θέλησαν νά τούς κάνουν — ώρα κακή πού βρήκε τόν Ανθρωπο — νά τόν λυπηθούν νά τόν άφήοουν.

—Ή υπηρεσία δέν κάμπτεται μέ παρακλήσεις. Φύγετε πίσω. Θά διατάξω χρήσιν βίας. είπε.

Κι οί τρείς σκιές, πού Εγιναν τέσσερες. χάθηκαν μέσα στή νύχτα.
Σέ λίγο Εφτασε 6 κυρ-’Ηλιος, όλοι Ανοιξαν διάπλατα τό δρόμο νά περάσει. Μπήκε μέσα στήν καλύβα, γονάτισε μπροστά στή λεχώνα, πήρε στά χέρια του δυό καθαρά πανιά κι Αρχισε νά τραβά τά πόδια τοΰ παιδιού. Ή Λένα, μ* όλη τή δύναμη πού τής Εμεινε. Εβγαλε μερικές Ακόμη κραυγές κι Επειτα Ενα γοερό -ώωωφ» Εφερε τό τέλος. Τό παιδί κόπηκε στά δύο Τό κεφάλι Εμεινε μέσα κτ ό κορμός μέ τά πόδια άνέμιζαν στά

χέρια τού κυρ-Ήλία, ένώ τό άλικο α\μα τού παιδιού ράντιζε τόν διπλανό τοίχο.

— Στήν πολιτεία! Στήν πολιτεία!

Φώναξε ό κυρ-’Ηλίας κάνοντας άπανωτές τίς καμφορές. Κι ό Πέτρος, πού δέν πρόλαβε νά ξεζέψει, ξεκίνησε γιά τό μακρινό του ταξίδι
Έτσι έρήμωσε τό σπίτι — όπως έλεγαν τίς καλύβες στά χωριά. Όμως κανείς δέν άποκοτοϋσε ν’ απομακρυνθεί. Μι-κρές-μικρές όμαδούλες. καθισμένοι κατάχαμα στό χωματόδρο-μό, άντρες καί γυναίκες κουβέντιαζαν μεσονυχτίς κι έλεγαν κι έλεγαν τά βάσανά τους.

— Πώς είναι ή ζωή…. έλεγ{ ό Χρήστος. Σάν τέτια ώρα. πριν άπό ένα χρόνο παντρεύαμε τόν Ρόδη καί τή Λενιώ. Όλοι τότες μαζευτήκαμε νά τιμήσουμε ένα διαλεχτό ζευγάρι τού χωριού μας. Ό τόπος βρόντηξε άπ’ τά τραγούδια. Τότε. Τώρα… Κι ήταν ό γαμπρός πού μάς Ελεγε σέ μιά διακοπή τού γλεντιού: -Καί πού ‘ναι οί γιατροί καί τά νοσοκομεία κι ή πρόνοια; Τίποτε. Μόνο φόρους καί σπαχήδες… Κι άγραμματο-σύνη καί σκοταδισμό…».

— Κι όμως είμαστε άδύνατοι καί δέν μπορούμε, όέ μπορούμε…. μαρτύρησε άπό κοντά ένας κοντόχοντρος γέροντας στον Χρήστο ’ Η φωνή του μόλις είχε άκουστεί.

—Όσο άδύνατο είναι τό ζευγάρι σου πού τό ζεύει κι ό γιός σου. ό πιό μικρός. μπαρμπα-Λιώνη. Είναι πού δέν ξέρουμε τή δύναμή μας. Κι άπέ…

Τοΰ άπάντησε ζωηρά ό Χρήστος.
Μόλις είχε βγει ή πούλια καί τά βουνά δεχτήκανε τή χαραυγή. σάν έφθασε άπ” τό κοντινό χωριό ένας μαντατοφόρος κι είπε πώς έκεί, κατά τό μύλο τού Νταή, πέρυ άπ’ τό μουρεώ-να τοΰ Λεβέντη, ήτανι ξαπλωμένος μεσοστρατίς ό Καλδής. νεκρός. Τόν είδε ό ίδιος καθώς πήγαινε στό καπνοσπάσιμο καί ειδοποίησε τόν πρόεδρο, πού τόν έστειλε νά τό πεί στή γυναίκα του, τή Λένα.

Τρία-τέσσερα παληκάρια πετάχτηκαν σάν άπό δάγκωμα φιδιού κι Ετρεξαν κατά τό μέρος τού νεκρού. Σέ λίγο γύρισαν κουβαλώντας στις πλάτες τους τό Ρόδη. Τόν άπλωσαν σέ μιά κουρελού καί τόν άφησαν έκεΐ. μπροστά στά πόδια τών ανθρώπων πού μεγάλωσε μαζί τους. Κι άρχισε τό κλάμα καί τό μοιρολόγι. Ήταν γλυκός καί ήρεμος ό Ρόδης. “Εμοιαζε σά νέο έλάφι χτυπημένο άπό κυνηγό. Τίποτε δέ συγκροτούσε πιά τίς γυναίκες, νά λένε μοιρολογητά όλα του τά χαρίσματα καί τίς προκοπές. Κι ό λόγγος άντιβούιζε άπ’ τούς θρήνους…
Μά νά. πάλι ξανακούστηκαν άπό μακριά, σάν άπό δάσος, τά κουδούνια άπ” τ’ άλογόκαρο τού Πέτρου. Οί γυναίκες έπαψαν νά κλαίν κι άγωνιοΰσαν. Δέν μπορούσαν τίποτε νά Εξηγήσουν.

Κι έπειτα… Έπειτα Ενας άπέραντος γόος άκούστηκε άπ’ τά στόματα όλων. Μούγκριζαν άληθινά άπό καύμό καί πόνο όσοι βρίσκονταν κοντά έκεί — καί ήταν όλοι —, σάν είδαν τή Λενιώ νεκρή πάνω στ’ άμάξι. Στό δρόμο Επαψε νά ζεΐ καί τήν έφεραν πίσω. Τήν κατέβασαν, τήν έβαλαν δίπλα στόν άντρα της, κι άνάμεσά τους έβαλαν τό μικρό άκέφαλο παιδί τους. Έφεραν άφθονες μυρτιές καί λουλούδια καί στόλισαν τούς νεκρούς. Κι Εκλαψαν… Εκλαψαν…
Στήν κηδεία, όλο τό χωριό πήρε μέρος. Ψυχή δέν πήγε στή δουλιά κείνη τή μέρα. Μαζεύτηκαν όλοι στό νεκροταφείο. Ψηλά στήν κορφή Ενός λόφου, στούς πρόποδες τής Κρούσσας. Τούς Εθαψαν όλους σ’ Ενα μνημούρι, τήν οικογένεια. Τρεις άνθρωποι πού πέθαναν (μά πέθαναν;) σέ μιά βραδιά. στό δρόμο. Κι έβαλαν ένα σταυρό πού έλεγε:

Ρόδης Καλδής, έτών 26
Λένα Καλδή, έτών 20
ΘΗΛΥΚΟ άγέννητο
Τή 31 Αύγουστου 194…

Ό Χρήστος μίλησε στήν κηδεία. Έπειτα άνοιξε τό δρόμο καί τράβηξε. Δέκα παιδιά καί τρία κορίτσια τόν Ακολούθησαν.
Έτσι άρχισε σέ κείνα τά μέρη τό Αντάρτικο σεφέρι.

 

vasana-kai-thumoi-i-genna-ths-elenis2

Γιάννη Χαρατσίδη “Η Πατούλα” Από τη συλλογή διηγημάτων «Βάσανα και θυμοί».

Χαμηλά, μέσα στη ρεματιά, ανάμεσα σε πανύψηλες λεύκες, ήταν η καλύβα της Ζαϊμίνας, χήρας με μια θυγατέρα: την Πατούλα.

Κανείς δεν έμαθε από πού, αυτό το όνομα. Η Ζαϊμίνα ήταν άρρωστη με ψηλό πυρετό, όταν ο μακαρίτης ο άντρας της άρπαξε από δίπλα της το νήπιο, άρρωστο κι αυτό, και το πήγε σ’ έναν αρμένη παπά και το βάφτισε, μην αποθάνει αβάφτιστο, χωρίς το «άγιον μύρον». Ο παπάς ονομάτισε το παιδί μ’ αυτό το όνομα, χωρίς να ρωτήσει κανένα. Μάνα όμως και παιδί γενήκανε καλά. Αυτό ήταν το θέλημα του θεού. Ζησανε σ εκείνα τα μέρη όλο τον πόλεμό και την επανάσταση των μπολσεβίκων κι έπειτα ήρθαν στην Καλαμαριά, να σώσουν τουλάχιστον την πίστη τους, όπως έλεγαν. Εκεί, σ’ ένα απ’ τα κάρα της Δημαρχίας, που τριγύριζαν ανάμεσα στις προσφυγικές παράγκες, φόρτωσαν κάποια μέρα και τον μακαρίτη τον άντρα της και, μαζί μ’ άλλους, τον θάψανε σ’ ένα λάκκο.

Τώρα η Πατούλα ζει στο χωριό. Είναι μεγάλη πια. Δεκατριών χρονών. Τριγυρίζει ξυπόλυτη μέσα στη ρεματιά, ακούει τη μέρα τους γρύλους και το βράδυ τα βατράχια κι ανασκελισμένη προσπαθεί να δει από χάμω την κορυφή της πιο ψηλής λεύκας. Ψάχνει για φωλιές πουλιών. Συχνά τανιέται κι αποτανιέται καθώς κάτι σα σάλαγο διαπερνά τα σωθικά της. Είναι μέρες τώρα που η μάνα της την ησύχασε να μην τρομάξει, άμα ξαναδεί αίμα στα ρούχα της. Είναι που έγινε γυναίκα. Και δε νογούσε γιατί τάχα ως τότε δεν ήταν γυναίκα.

Η Ζαϊμίνα έκανε πολλά όνειρα για την κόρη της – και ποια μάνα δεν κάνει! Να μεγαλώσει, να παντρευτεί ένα νέο κι όμορφο παλικάρι, μοναχοκέφαλο, να μην έχει πεθερά και πεθερό, να τους χουσμιατεύει, όπως συνηθιζόταν σ’ εκείνα τα μέρη. Να ’ναι ψηλός. Ήταν και η Πατούλα ψηλή. Να ’ναι αστείος, αγαπήσιμος, νοικοκύρης. Να τον πάρει σώγαμπρο. Να μπει άντρας στο σπίτι. Ποιος μαθές θα πάει στο χωράφι. Ψυθιρίζεται κιόλας ότι θα γίνει οριστική διανομή των χωραφιων. Αλλοι λενε οτι ο κλήρος θα είναι τριαντα στρέμματα, αν βέβαια το διπλανό χωριό δεν πάρει τη χερσάδα, κι άλλοι, πάλι, είκοσι. Όσο και να ’ναι, μια φορά το χωράφι θέλει άντρα. Ποιος να κόψει τις βατσινιές, τις αφάνες, τ’ αγριοπούρναρα και ποιος να πάει στο βουνό για ξύλα. Έπειτα τοθέρος, τ’ αλώνια… είναι βαριές δουλιές. Θέλουν άντρα.

Κι όπως συμβαίνει στα χωριά κάποτε ήλθαν και στο χωριό της Πατούλας, απ’ άλλα μέρη, δυο άγνωστοι νέοι που ξεχώριζαν. Λεβέντες, χορευταράδες, ο ένας μάλιστα έπαιζε και λύρα. Στο πι και φι έστηνε χορό γύρω στη μεγάλη ακακία, όπου, ώρες ολόκληρες, νέοι και νέες πηδούσαν πάνω στους ήχους της λύρας, που δεν τους φαίνονταν καθόλου μονότονοι. Κι ήρθαν απανω στην ώρα τα παλικάρια αυτά, γιατί στη διανομή ο παντρεμένος, έπαιρνε τριάντα στρέμματα κι ο λεύτερος δέκα. Ήταν ένας τρόπος να παντρεύονται οι νέοι, να πυκνώσει το μιλέτι στη Μακεδονία.

Η Πατούλα έπρεπε να παντρευτεί το Φώλο, το λυράρη. Θα ’κάνε ωραία παιδιά μαζί του. έμαθαν κι από πού κρατούσε η σκούφια του. ήταν γιος κάποιου ψάλτη, όμως το ’σκάσε μαζί με το φίλο του τον Χάμπο — ήταν το άλλο παιδί — κι ήρθαν στην Ελλάδα από πριν τον πόλεμο κι έγιναν χωροφύλακες. Τώρα ήλθαν στα χωριά και θέλουν να κονέψουν. Να κάνουν οικογένεια.

Η Ζαϊμίνα το ’τάξε στον εαυτό της. Αυτό θα γίνει. Είναι λίγο μεγάλος, βέβαια, αλλά δεν πειράζει. Ο άντρας δεν γερνάει. Έπειτα έχει τόσες άλλες χάρες.

– Φώλο, του είπε μια μέρα. Εκεί κοντά σ’ εμάς, ψηλά στο χείλος της ρεματιάς, ένας Βούλγαρος θα φύγει. Θα πάει στην πατρίδα του. Πήγαινε να κάτσεις στην αχερώνα του και μόλις φύγει να πάρεις εσύ το σπίτι του. Τον λένε Τράικο. Η οικογένειά του έφυγε. Πες του ότι σ’ έστειλα εγώ. του δίνω καμιά φορά γιαούρτι και σούπα από γάλα με κολοκύθια.

Ο Φώλος δεν έχασε καιρό. Στο ένα χέρι πήρε τα πράγματά του και στο άλλο τη λύρα του και πήγε στον Τράικο.

– Ε, Τράικο, η Ζαϊμίνα μου είπε να κοιμούμαι στην αχερώνα σου. Γίνεται;

– α, μπρε πώς ντεν γκίνεται. Στον οντά να πέσεις. Εγκώ το άλλο Κυριακή, το φεύγομι.

Έτσι κι έγινε.

Ο Φώλος, κατά τα δειλινά, έπαιρνε τη λύρα του και καθόταν στην άκρη της ρεματιάς, κρεμούσε τα πόδια του στο βάραθρο τα πόδια του κι άρχιζε να παίζει τη λύρα του και να τραγουδά. Της αγάπης και του αποχωρισμού. Η ψυχή του ήταν ίδιο δαδί, που έκαιγε ολόχρονα. «Φωτιάν έχω ’ς σην καρδία μ’», έλεγε.

Η Πατούλα απ’ αντίκρυ, κάτω χαμηλά, φρόντιζε να τον βλέπει, χωρίς όμως και να φαίνεται. Κοντολυγουσε κάτω απ τα κλωνιά μιας ιτιάς και προσπαθούσε να τον βλέπει καθαρά, καθώς το φως της μέρας ολο και λιγόστευε κι η νύχτα άπλωνε απ’ την ανατολή στη δύση.

Η Ζαϊμίνα ωστόσο δεν ήταν από κείνες που άφηναν τον πρώτο λόγο σε άλλους. Κι ούτε κι η κόρη της θα μιλούσε πρώτη. Μόνο η ίδια θα ’παίρνε την απόφαση, που, για την κόρη της, θα ήταν νόμος.

Γι’ αυτό, μόλις αποβράδυαζε έπαιρνε τα μέτρα της. Φώναζε:

– Πατούλα, έλα μέσα γρήγορα.

Η Πατούλα έτρεχε και κούρνιαζε στη γωνιά της χαρτοκαλύβας, από τη μεριά που έβαζε λιγότερο νερό όταν έβρεχε και βυθιζόταν στους συλλογισμούς της. Ένιωθε ότι όλο και περισσότερο ήθελε ν’ ακούει και να βλέπει το Φώλο και σιγά-σιγά άρχισε και να τον πονάει για την αφάνια και τη μοναξιά του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι να ’ναι όλα αυτά που ένιωθε, όμως ήταν ωραία πράματα. Αισθανόταν ευχάριστα.

Όπου κάποιο βράδυ, Μάης μήνας θα τανε, η Πατούλα δεν ακούσε τη μάνα της να μιλάει με την Ποζία, την αγελάδα τους, όπως το συνήθιζε, μόλις απογυρνούσε από τη βοσκή και της ετοίμαζε το μεζέ, για να την αλμέξει. Κατάλαβε ότι η Ποζία αργόμεινε να γυρίσει, κάπου γύρω στο χωριό, όπου θα βρήκε χαμηλόκλωνα καραγάτσια και θα καταβρόχθιζε τις φυλλοκορφάδες τους, καθώς ήταν τόσο λαίμαργη. Η Πατούλα, για να βεβαιωθεί, καθώς ήταν ανεβασμένη στην ιτιά φώναξε μια-δυο φορές τη μάνα της, μα απόκριση δεν πήρε. Κατέβηκε αμέσως και πήγε τρεχάτη προς τo ανοίχτωμα της ρεματιάς κι έκανε πως κάτι έψαχνε να βρει καταγής, ενώ ήταν όλη αυτιά στις λιγωμένες δοξαριές του Φώλου. Και σε λίγο η λύρα σωπασε.

Είχε νυχτώσει πια κι ο Φώλος που είχε δει την Πατούλα, αστραπιαία βρέθηκε μπροστά της. Εκείνη έκανε να φωνάξει, αλλά ο Φώλος τής έφραξε το στόμα και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. έπειτα κυλίστηκαν στη γη. Πάλεψαν, μα τελικά η Πατούλα έγινε δική του. Κάτι σαν γαλήνη ένιωσε η Πατούλα να διαπερνά το κορμί της. Έπειτα, ανασηκώθηκε τρομαγμένη κι έφυγε γοργά-γοργά, από τον τόπο που αμάρτησε, όπως νόμιζε, και πήγε και κουκουλώθηκε στο γιατάκι της.

Η ζωή για τους άλλους κυλούσε ήρεμη, μα για την Πατούλα ο κόσμος αναποδογύρισε. Ένιωθε το κορμί της ν αναστατώνεται και η ψυχή της να μοιάζει με ασίγαστη θάλασσα. Στιγμή δεν έβγαινε απ’ το νου της ο Φώλος, ενώ σιγά-σιγά η κοιλιά της φούσκωνε.

Η Ζαϊμίνα έβλεπε την αλλαγή κι άλλοτε μάλωνε την κόρη της κι άλλοτε τη χάιδευε. Ήταν ανεξήγητο που η Πατούλα δεν είχε πια τα ρούχα της.

Τελικά η Πατούλα είπε στη μάνα της το μυστικό, κι εκείνη – περίεργο -δεν βρήκε άλλο να ρωτήσει, παρά:

— Του το είπες; Θα σε πάρει;

Η Πατούλα γεμάτη χαρά απάντησε:

— Αμε, μ’ αγαπάει

Η δυσκολία ήταν τώρα ότι ο Φώλος δεν ήθελε ούτε σπιτόγαμπρος να πάει, ούτε την πεθερά του να πάρει στο σπίτι του. Τ’ άκουσε η Ζαϊμίνα και, χωρίς να το δείχνει, έγινε θεριό. Περισσότερο μάλιστα που ο λόγος ήταν το βγαλμένο μάτι της.

— δεν θέλω να ζω μ’ άνθρωπο που ’χει ένα μάτι, είχε πει ο Φώλος στην Πατούλα.

Η Ζαϊμίνα, όταν ήταν παιδί, παίζοντας ν’ ένα άλλο παιδί, που ήταν κρυμμένο σε μια αχερώνα και πίεζε από μέσα την πόρτα να μην ανοίξει, έσκυψε να δει από μια τρύπα που είχε η πόρτα και ο άλλος από μέσα της έμπηξε στο μάτι μια κακοσπασμένη βατσινόβεργα.

Αλλά τώρα δεν ήταν καιρός να σκεφθεί άλλο τίποτε. Το παιδί μεγάλωνε. Σε τρεις βδομάδες θα γινόταν η διανομή. Ένας παπάς, για τέσσερα χωριά, μόλις που προλάβαινε να κάνει γάμους. Σ’ ένα γάμο με τρία άλλα ζευγάρια μαζί, παντρεύτηκαν κι ο Φώλος με την Πατούλα. Και με την ώρα του το παιδί γεννήθηκε.

Όταν, όμως, το μωρό έγινεδέκα μηνών, οι διαβολές κι οι κατηγορίες που έλεγε όλον τον καιρό η Ζαϊμίνα για τον γαμπρό της, φέρανε τ’ αποτελέσματά τους. Η Πατούλα με το μωρό κι ένα μπόγο ρούχα, ξαναγύρισε στη μάνα της. Τώρα θα ζούσε πια κοντά της. Ο Φώλος ήταν τύραννος!

Σιγά-σιγά τα πράματα πάλι άλλαξαν. Η Πατούλα δεν άντεξε και ξαναγύρισε στον άντρα της κι αυτή τη φορά χωρίς το παιδί, που δεν της τα άφηνε ούτε στιγμή η Ζαϊμίνα. Αυτή η προσβολή, να φύγει η Πατούλα από κοντά της, ήταν για τη Ζαϊμίνα ασήκωτη βρισιά. Έβαλε μπρος το σχέδιο να εξοντώσει τον Φώλο. Φώναξε στο σπίτι της τρία παλικάρια, συγγενείς του άντρα της, και κλαίγοντας τους είπε:

— Αυτός ο μαγκούφης, ο ξένος, ο ακαμάτης, άρπαξε με το ζόρι την Πατούλα και ποιος ξέρει τι τραβάει στα χέρια του. θα μ’ αφήσετε έτσι; Δεν με λυπάστε; Η προσβολή είναι και δική σας. Να πάτε να του σπάσετε το κεφάλι και να πάρετε τη φυλακισμένη, να τη φέρετε στο παιδί της. Είναι αμαρτία στο θεό, ένας αδέσποτος σκύλος, ένας μπεζεβέγκης.

Οι νέοι άρπαξαν από μια μαγκούρα και, μέσα απ’ τη ρεματιά, τράβηξαν κατά του Τράικου, που είχε φύγει πια από καιρό για τη Βουλγαρία. Ηταν απόβραδο κι ο Φώλος ήσυχος καθόταν στο κτωθύρι κι αποφλοίωνε καλαμπόκια.

— Την Πατούλα, του είπαν. Αλλιώς θα σε σκοτώσουμε.

Ο Φώλος ατάραχος απάντησε:

— Εγώ από σας και την κιόρογλη (τυφλή, την πεθερά του) τη ζητώ.

Οι νέοι μπήκαν μέσα στον οντά μα δεν είδαν τίποτε. Δυο-τρία τσούλια ριγμένα σε μια ψάθα, μια άδεια ανεμοκούνια κρεμασμένη από τα καδρόνια της οροφής και τίποτε άλλο. Έφυγαν άπρακτοι.

Όταν σκοτείνιασε, ο Φώλος πήγε στη θημωνιά που είχε φτιάξει απ’ τις καλαμποκιές, τράβηξε ένα δεμάτι κι έβγαλε απ’ τον κρυψώνα της την Πατούλα.

Σε δυο μέρες, η Ζαϊμίνα έστειλε και το μωρό.

* Από τη συλλογή διηγημάτων «Βάσανα και θυμοί».