Απόσπασμα του βιβλίου “70 χρόνια ΕΣΣΔ”

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΉΤΑΝ για μένα πάντα ένα όνειρο, να επισκεφθώ την ΕΣΣΔ, τη χώρα που μισήθηκε κι αγαπήθηκε όσο καμιά άλλη, που στ’ όνομά της και για τις θέσεις της, άνθρωποι απ’ όλα τα πλάτη της γης, ήταν και είναι έτοιμοι να παλέψουν τη χώρα μυστήριο, παραπέτασμα, δικτατορία, παράδεισο, κόλαση, μητέρα και εχθρό, που την επισκέφθηκαν και την επισκέπτονται βασιλείς, στρατιώτες, βιομήχανοι, εργάτες, συγγραφείς, μαθητές, που έχει όλα τα κλίματα κι όλα τα ρεύματα, που άνοιξε τις κλεισμένες πόρτες του σοσιαλισμού, που παραβίασε τους ουρανούς…

Ήταν για μένα ένα όνειρο να ψηλαφήσω τη γη με τους θρύλους τους μεγάλους, τους συγγραφείς – γίγαντες, το λαό με την αληθινή αγάπη στους συνανθρώπους του, το Λένιν, τα ποτάμια-θάλασσες και τις θάλασσες – ωκεανούς, τις τεράστιες λίμνες και τα τρισαιώνια δάση, με τις αργυρόχρωμες σημύδες, την πανσπερμία των εθνών και φυλών και θρησκειών και ηθών και εθίμων, τη χώρα με τα γιγαντιαία μεγέθη…

Ήταν για μένα ένα όνειρο και έγινε πραγματικότητα…

Κανείς ποτέ δεν διάλεξε τους προγόνους του και τον τόπο της γέννησής του. Κι εγώ γεννήθηκα σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό του Καυκάσου, από γονείς φτωχούς αγρότες. Οι γονείς μου, με τους μισούς περίπου συγχωριανούς μας, μ’ έφεραν, άπραγο παιδί ακόμη, στην πατρίδα μας, την Ελλάδα. Από τότε ως τη Θανή τους, πάντα μελετούσαν το χωριό τους κι εγώ αποτύπωνα τις διηγήσεις τους και τα τοπωνύμια κι έπλαθα ένα όνειρο: Να πάω να δω το χωριό που πρώτο είδα το φως, τη βρύση που πρωτοήπια νερό και καθώς πολλοί συγγενείς μου έμειναν εκεί, να δω τη ζωή τους και να την συγκρίνω με τη ζωή των συγχωριανών μου εδώ, στ’ Αμάραντα του Κιλκίς, κοντά στα σύνορα, όπου ζουν σαν μεταβυζαντινοί ακρίτες. Όσο μεγάλωνα, τόσο η ψυχή μου βυθίζονταν στο παρελθόν και τόσο μεγάλωνε η επιθυμία μου. Τελικά έγινε το όνειρο πραγματικότητα και πήγα.

Είχα διαβάσει πολλές εντυπώσεις από την ΕΣΣΔ: Το κλασσικό βιβλίο του Τζων Ρηντ, τις εντυπώσεις του Γληνού, του Βάρναλη, του Καζαντζάκη και πλήθος άλλα. Μετάφρασα και δημοσίεψα στον τύπο, πολλά σχετικά βιβλία κι ανάμεσά τους το λαμπρό βιβλίο του Λάρυ Λέζιερ «Δώδεκα μήνες που άλλαζαν την τύχη του κόσμου», κλασσικό στο είδος του ημερολόγιο του Αμερικανού αυτού δημοσιογράφου, απεσταλμένου του ραδιοφωνικού συστήματος COLUBIA της Αμερικής στην ΕΣΣΔ, το 1941 -1942.

Όμως πάντα πίστευα, ότι κανείς δεν είχε το δικό μου προνόμιο, να μπορεί να δει σε ποια κατάσταση βρίσκεται το ένα παπούτσι που ήλθε και βρίσκεται εδώ, ενώ το άλλο βρίσκεται, απ’ το ίδιο ζευγάρι, εκεί. Έτσι παρομοίαζα το γεγονός ότι οι μισοί συγχωριανοί μου είναι εδώ κι οι άλλοι μισοί εκεί.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Όταν έφευγα, ερεύνησα τι είχα μέσα στις αποσκευές των στοχασμών μου, που νόμιζα ότι θα ήταν σχετικό με το ταξίδι μου. Και βρήκα ότι:

• Το γλυκό μόνο του στη ζωή δεν υπάρχει. Πάντα του έχει και το πικρό. Φτάνει να μην είναι το πικρό πιο πολύ και φτάνει να λιγοστεύει πάντα του. Φτάνει δηλαδή η πορεία, έστω αργή, να γίνεται απ’ το πικρό προς το γλυκό, απ’ το καλό προς το καλύτερο.

• Καμιά δύναμη, στη δυνατή στον άνθρωπο σήμερα προοπτική, δεν μπορεί να καταργήσει τις φυσικές διαφορές των ανθρώπων κι αλίμονο αν μπορούσε, που παίζουν όμως καθοριστικό ρόλο στη Ζωή και εξέλιξή τους, μ’ όποιο σύστημα κι αν Ζουν, Δεν μπορεί να καταργήσει εντελώς τη διαφορά της πόλης απ’ το χωριό, της πνευματικής εργασίας απ’ τη χειρονακτική, της ειδικευμένης απ’ την ανειδίκευτη. Φυσικές διαφορές είναι και του φύλου και της φυλής. Κι αν τα φύλα είναι δυο, οι φυλές είναι πολλές κι οι φυσικές διαφορές αμέτρητες, απ’ το ανάστημα και το χρώμα, ως την ιδιοφυΐα και την αμβλύνοια.

• Η αλλαγή του φορέα της πολιτικής εξουσίας, μπορεί να γίνει με μια εξέγερση, αναίμακτη ή όχι. Η αλλαγή όμως της μορφής της οικονομίας και των συνειδήσεων, θέλει χρόνους και καιρούς, επειδή και το απώτερο παρελθόν και περιβάλλον, το συμφέρον, ο εγωισμός, οι προκαταλήψεις, η γραφειοκρατία, η τεμπελιά, η συνήθεια, ο παρασιτισμός, η άγνοια, ο δογματισμός, η αυταρχικότητα, ο εθνικισμός, η θρησκοληψία, ο φόβος του καινούριου κ.λπ. είναι ακόμα μεγάλες δυνάμεις.

Ο συνειδητός και ιδανικός εξ άλλου εναρμονιομός του κρατικού, συνεταιρικού και ατομικού συμφέροντος, ο συνδυασμός της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας, δεν είναι εύκολα πράγματα, με ανοιχτό το στόμα του ιμπεριαλισμού, έτοιμο να δαγκώσει και με το δάχτυλο πάντα στη σκανδάλη, έτοιμο να πυροβολήσει.

• Αν καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν καταργήθηκε και ο αγώνας για την ατομική διάκριση και ανάδειξη. Ανατροπή του παλιού, δεν σημαίνει ξερρίζωμά του. (Πρόσφατα διάβασα στη γαλλική MONDE (9.5.86) ότι στην ΕΣΣΔ 6α γίνει νόμος για την αυστηρότερη τιμωρία της σπατάλης των κρατικών αγαθών. Καταγγέλθηκε ότι πολλοί που εκτρέφουν γουρούνια ή κότες κ.λπ,, χρησιμοποιούν για ζωοτροφή, ψωμί, που είναι πάμφθηνο, πουλιέται στο ένα τρίτο του κόστους του, επιδοτούμενο απ’ τον προϋπολογισμό.)

• Η προγραμματισμένη, η σχεδιασμένη οικονομία έχει τα καλά της. Έχει όμως σήμερα και το κακό, να μη βγάζει την ποικιλία των ειδών και ποιοτήτων, που βγάζει η λεγάμενη οικονομία της αγοράς. Έχει επίσης εγγενείς αδυναμίες στην έγκαιρη διακίνηση των αγαθών.

• Κάθε καθεστώς πρέπει να κρίνεται με τις δικές του θεμελιώδεις αρχές και οργανωτικές βάσεις. Αλλιώς με το κυβικό μετράμε τις αποστάσεις και με το θερμόμετρο την οξύτητα του λαδιού.

• Η ΕΣΣΔ ως χώρα και οι λαοί της, έχουν διαφορές απ’ τις άλλες χώρες και άλλους λαούς. Οι διαφορές αυτές έπαιξαν και παίζουν και τώρα μεγάλο ρόλο στη ζωή και εξέλιξή τους.

• Στον τελευταίο πόλεμο οι σύμμαχες χώρες πολέμησαν βέβαια το φασιστικό θηρίο. Η ΕΣΣΔ όμως το αποκεφάλισε μέσα στη φωλιά του, χάνοντας 20 εκατομμύρια άτομα κι ασύλληπτες ο’ έκταση ξημιές, με συνέπειες σ’ όλους τους τομείς της ζωής της, ακόμα ως σήμερα. Η Ευρώπη δεν πρέπει να ξεχνά ότι γλίτωσε απ’ το φασιστικό άγος, κύρια, χάρη στους σοβιετικούς ανθρώπους, που πολέμησαν με πάθος για την πατρίδα τους και για την ανθρωπότητα ολόκληρη.

• Η πολιτική είναι σύνθετος συλλογισμός. Είναι η πρακτική των κοινωνικών επιστημών. Είναι μια συνισταμένη σε απειράριθμες δομές, αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις. Είναι ένα πραγματικό αντικείμενο που βγαίνει μέσα από ένα πλήθος παραπλανητικά είδωλα, που δίνουν κάθε λογής κάτοπτρα, τοποθετημένα σ’ όλες τις δυνατές θέσεις, πάνω στο πολυεδρικό φαινόμενο της ζωής, που αέναα κινείται, αλλάξει, περιπλέκεται. Είναι η επιστημονική τεχνική να καθορίσεις ένα στόχο, τον πρώτο μιας σειράς άλλων στόχων, μέσα απ’ τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του δοσμένου τόπου και χρόνου, για το συμφέρον της πλειοψηφίας, όσο τουλάχιστο πρόκειται για μια λαϊκή πολιτική. Η τοποθέτηση οιουδήποτε έξω απ’ αυτήν, αποτελεί ύπουλη θρασύτητα ή θεία αφέλεια. Γιατί και η απάθεια, είναι κι αυτή πολιτική.

ΣΤΗΝ ΟΔΗΣΣΟ

Με τέτοιες αποσκευές, περπατώντας στα δάκτυλα των ποδιών μου, πλησίασα στο έδαφος του πρώτου λαϊκού κράτους. Ανέβηκα στο «DZERZINSKY», αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά, την 1η Αυγούστου του 1966. Στο μώλο, δίπλα στη σκάλα, ένας μελαψός ναύτης, με κοντομάνικη ναυτική μπλούζα, με πολλά τατουάζ στα μπράτσα, με γοργόνες και νεράιδες, μ’ ένα βλέμμα υγρό και κουρασμένο, μας προωθεί, κάτι λέγοντας στη γλώσσα του, αδιαφορώντας αν γίνεται αντιληπτός.

Στο κατάστρωμα οι αξιωματικοί, τυπικά όμοιοι με τους συναδέλφους τους των άλλων χωρών, μα οι περισσότεροι ξανθοί και γαλανομάτες. Το πλοίο όμοιο με τα δικά μας της κατηγορίας του. Το προσωπικό στην πλειοψηφία του γυναίκες. Η κουζίνα κλασσικά ρωσική. Τα μπαρ εφοδιασμένα με λιγοστά πράγματα. Το ωράριο αυστηρά εφαρμοσμένο. Ιδιοτυπία : Απαγορεύεται το σερβίρισμα στο σαλόνι. Έτσι μετά το βραδινό φαγητό, όταν οι επιβάτες μαζεύονται στη σάλα του χορού να χορέψουν, δεν μπορούν να παραγγείλουν τίποτα.

Το πρωί της μεθεπόμενης μέρας, με συγκίνηση αντίκρισα την Οδησσό. Εδώ γεννήθηκε ένας από τους βάρδους του νεοελληνικού διαφωτισμού, η πιο ακάθεκτη μπουλντόζα του δημοτικισμού, ο μεγάλος Ψυχάρης. Ακραία περίπτωση. Βαθιά συντηρητικός άνθρωπος. Δημοτικιστής μαχητής, ερευνητής, επιστήμονας.

Πώς να μην αναλογισθεί ο Έλληνας επισκέπτης, πόσες γενιές Ελλήνων μπάρκαραν και ξεμπάρκαραν ο’ αυτό το λιμάνι. Αδύνατο να μη θυμηθεί τη Φιλική Εταιρία, τους ιδρυτές της. Αδύνατο να μη σκεφθεί τον ελληνισμό που πέρασε αιώνες πολλούς απ’ την πόλη αυτή, τη μια απ’ τις τρεις μεγάλες πόρτες της ΕΣΣΔ, με τις δυο άλλες, στο βορρά και στην ανατολή, το Λένινγκραντ και το Βλαδιβοστόκ.

Γιγάντιο λιμάνι η Οδησσός, με μεγάλη κίνηση, αλλά φοβερά στενόχωρους τελωνειακούς χώρους. Καμιά προσπάθεια διακόσμησης. Τώρα χτίζεται νέο τελωνείο. Το σχέδιο της πόλης είναι σα ν’ άπλωσες ένα μακρουλό τετράδιο αριθμητικής στο μήκος της παραλίας. Περιέρχεσαι όλη την πόλη χωρίς να σε βλέπει ο ήλιος, απ’ τις δενδροστοιχίες. Ούτε ένα σκουπίδι πουθενά. Κανένα ερείπιο, παρά τις 72 μέρες πολιορκίας, τις καταστροφές και τον ηρωισμό των κατοίκων της (η πόλη είναι παρασημοφορημένη σαν ηρωίδα). Τα ξενοδοχεία παλιά, σε στυλ νεοκλασσικό, καθαρά, με εστιατόρια καλά, χωρίς ιδιαίτερα μπαρ. Τα μαγαζιά με στοιχειώδεις βιτρίνες. Καμιά προσπάθεια προσέλκυσης του πελάτη. Καμιά διαφήμιση. Πουθενά ένας ζητιάνος. Λένε ότι η Ρωσία είχε προεπαναστατικά, τα πιο πολλά απλωμένα χέρια. Τους περισσότερους αξύριστους ανθρώπους. Κανένα μπαλωμένο ρούχο και κανένα ιδιαίτερα κομψό και ακριβό. Καμιά πολυτέλεια στην ατομική ζωή, μεγάλη πολυτέλεια, σε σύγκριση με τα δικά μας, στα μέσα μαζικής χρησιμοποίησης. Αυτό για όλες τις πόλεις που επισκέφθηκα ; Οδησσό, Τιφλίδα, Κίεβο, Λένινγκραντ, Μόσχα (εξαίρεση το ταχυδρομείο της). Πολυτελή είναι τα μετρά, τα Πανεπιστήμια, οι σταθμοί, τα μέγαρα των συνδικάτων, τα δικαστήρια, οι παιδικοί σταθμοί. Να εδώ στην Οδησσό το περικαλέστατο μνημείο του άγνωστου ναύτη, το μνημείο Πούσκιν, του Τσεστσένκο, η φιλαρμονική, τα αρχιτεκτονικά μνημεία : η σκάλα του Ποτέμκιν, η όπερα, το δημαρχείο, το μέγαρο των πιονέρων, η βιβλιοθήκη του Γκόρκυ, ο σιδηροδρομικός σταθμός, το αρχαιολογικό μουσείο κ.λπ.

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΙΕΒΟ

Μετά την επίσκεψη των μνημείων της Οδησσού και του σπιτιού που ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρία,(Τώρα είναι μουσείο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821) πορεύομαι προς το Κίεβο, με το τραίνο. Ταχύτατο και ακριβολογημένο. Αλλά με παλιά κλινοστρωμνή για τον ύπνο των επιβατών. Και με μια άλλη ιδιοτυπία: Το 6αγκόν-ρεστωράν, κλείνει ταυτόχρονα με τα ομοειδή καταστήματα της πόλης. Όταν παραπονέθηκα, πήρα την εξής απάντηση : Μα δεν θα κοιμηθείτε; Κατάλαβα ότι επείγει ν’ ανεβεί το μέτρο της ικανοποίησης των αναγκών του Ευρωπαίου τουρίστα στην ΕΣΣΔ. Και πιστεύω ότι θ’ ανεβεί χωρίς φυσικά να υπάρξει ταύτιση, με τα ομοειδή της δύσης, όπου η βουλιμία του ιδιώτη επιχειρηματία, που αποβλέπει στο κέρδος ιδιαίτερα, μπορεί να τον κάνει να προσφέρει ακόμη και μαριχουάνα, που λέει ο λόγος. Εδώ δεν σου προσφέρουν ευκαιρίες να ξοδέψεις τα λεφτά σου κι ακόμα, αν σου τύχει και πρέπει να εισαχθείς στο νοσοκομείο, θα γίνει κι αυτό, δωρεάν.

Στο Κίεβο, με το μεγαλύτερο και πολυτελέστερο σιδηροδρομικό σταθμό που είδα, με αέναη κίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο, με αγάλματα και πίνακες και αρχιτεκτονικά στολίδια, με εντυπωσιακή καθαριότητα, θέλησα ν’ αγοράσω μια σοκολάτα. Ήταν πανάκριβη. Πέντε ή έξι φορές ακριβότερη απ’ τη δική μας. Δεν φταίει σ’ αυτό μόνο ότι γενικά η δραχμή μας, με την υποτίμησή της απέναντι στο δολάριο, υποτιμήθηκε αναγκαστικά και απέναντι στο ρούβλι, αλλά και η πολιτική του κράτους εδώ, που φορολογεί το περιττό κι ελαττώνει σοβαρά την τιμή του αναγκαίου, του βασικού. Χαμηλές τιμές στα είδη ευρείας κατανάλωσης, ψηλές στα περιορισμένα άλλωστε είδη πολυτέλειας. Η τιμή του ψωμιού στο 1/5 της τιμής του ψωμιού στην Ελλάδα. Το ίδιο αφάνταστα μικρές οι τιμές του αεριόφωτος, του ηλεκτρικού, του ενοικίου, του τηλεφώνου, του νερού κ.λπ. καθώς και των βιβλίων, των εντύπων γενικά, των τελών και ενσήμων κ.λπ. Και οι τιμές ίδιες σ’ όλη τη χώρα. Και οι ποιότητες το ίδιο. Κανένας κίνδυνος να σε γελάσει ο… έμπορας και να σου σερβίρει βαμβακερό αντί μάλλινο ή ραιγιόν αντί μετάξι, που Ζήτησες.

Περιέρχομαι την πόλη. Δίπλα στο πλατύ ποτάμι Δνείπερο, απλώνεται η μεγαλούπολη του 1,5 εκατ. ανθρώπων. Άνεοη. Τέσσερις δενδροστοιχϊες σε κάθε δρόμο, με δυο καταστρώματα για πεζούς και άλλα δυο για οχήματα. Το πράσινο καταλαμβάνει πολύ μεγάλο μέρος της επιφάνειας της πόλης. Δέκα χιλιάδες γιατροί, 42.000 φοιτητές, 2.000.000 εισιτήρια στα μεταφορικά μέσα την ημέρα. Μεγάλη υφασματοβιομηχανία, υποδηματοποιία, μεγάλα αγάλματα του Λυ-σένκο, Λένιν, Πούσκιν, Φρανκό, Σεφτσένκο, Μπαντούνιν, του Επισκόπου Βλαντιμίρ, του Μπογντάν Χμελνίτσκυ, κλπ. Ομάδες από μικρά παιδιά 2-3 χρονών με συνοδούς, κρατημένα μεταξύ τους, περπατούν στα πάρκα, κατεβαίνουν στις παρόχθιες πλαζ, επισκέπτονται άλλους χώρους ή σταματούν μπροστά στους πελώριους πίνακες, που είναι σε περίοπτες θέσεις της πόλης με τις φωτογραφίες, σε μεγάλες διαστάσεις, των βραβευμένων ηρώων της σοσιαλιστικής δουλειάς, ανδρών και γυναικών. Τα παιδιά μυούνται από τώρα στο νόημα: Χωρίς εργασία δεν υπάρχει έργο και χωρίς έργο δεν υπάρχει προσωπικότητα. Στην ΕΣΣΔ η δουλειά είναι καθήκον και δικαίωμα κάθε πολίτη. Καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τη δουλειά του.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η ξεναγός μας, μία συμπαθητική δασκάλα από το Τσερνικόβ, με τα ολόσωστα ελληνικά της, την προθυμία και την χάρη των είκοσι χρόνων της, τον ενθουσιασμό της για την ιδιότητά της (ανήκει στην Κομσομόλ), απαριθμεί ποια κατά τη γνώμη της είναι τα ενδιαφέροντα για επίσκεψη μέρη. Ούτε στο μοναστήρι της Λαύρας, ούτε στον παιδικό σταθμό κάποιου εργοστασίου υποδηματοποιίας, ούτε στην κατασκήνωση των πιονέρων, ούτε στον παιδικό σιδηρόδρομο, ούτε στα πάρκα και στις λεωφόρους με τα επιβλητικά κτίρια της πόλης αυτής, θα σταθώ. Θα χρειαζόταν σελίδες πολλές για να γραφούν πράγματα που γράφτηκαν κι άλλοτε ή που θα γραφούν απ’ άλλους επισκέπτες. Θα σταθώ όμως στα περιστατικά που μου έτυχαν προσωπικά. Σαν χαρακτηριστικά.

Οι μαθήτριες Σαβήρα και Φλώρα, που ήρθαν τονρίστριες απ’ το Καζαχστάν, φωτογραφίζονται με το Γιάννη Χαρα-τσίδη, στο προαύλιο της Μονής Αγίας Λαύρας τον Κιέβου, Ελλήνων ιδρυτών.

 

Πρώτο

Μ’ ένα τηλεγράφημα ειδοποίησα τον Εάδελφό μου Γ.Κ., σοβιετικό πολίτη που Ζει σε μια μικρή πόλη της Γεωργίας, ότι έφθασα στο Κίεβο. Την επόμενη ο ξάδελφός μου έφθασε στο Κίεβο κι εγκαταστάθηκε στο ίδιο μ’ εμένα ξενοδοχείο, για να μείνει μαζί μου τις λίγες μέρες, που θα έμενα στην πόλη αυτή. Ο εξάδελφός μου, εργάτης σ’ εργοστάσιο σωληνουργίας, ηλικίας περίπου πενήντα χρόνων, είναι τραυματίας της μάχης του Στάλινγκραντ και τιμήθηκε με κάποια διάκριση γι’ αυτό. Απόρησα με την ευχέρεια με την οποία, ήλθε από τόσα χιλιόμετρα μακριά, για την άνεση με την οποία εγκαταστάθηκε σ’ ένα ακριβό σχετικά ξενοδοχείο, γεμάτο τουρίστες. Την απορία μου την έλυσε ο ίδιος, λέγοντάς μου ότι αυτός, ως σοβιετικός πολίτης, δικαιούται ένα

μήνα άδεια κάθε χρόνο. Από το μήνα αυτό έκανε χρήση 5 μέρες, όσες θάμενε στο Κίεβο, μαΖί μου.

Η χαρά του ότι βρέθηκε μ’ εμένα κι άλλους ‘Ελληνες απ’ την Ελλάδα, εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους. Ήταν φανερή η συγκίνησή του όταν όρθιος στην μπροστινή πόρτα του λεωφορείου, μας αποχαιρέτισε, λέγοντας : «Εμείς οι σοβιετικοί έλληνοι (σ.σ. τα γράφω όπως τα είπε) αγαπούμε τη σαβετική ρουσία, γιατί αφήνε μας και αγαπούμε την Ελλάδα. Εγώ επολέμεσα σ(τ)ο Στάλινγκραντ και έχω τρία γεραλαέματα (σ.σ. τραύματα). ’Αλλα τρία παίρ(ν)ω, αν εν (είναι) ανάγκη να πολεμώ για την Κύπρο. Όταν επολέμανα σ(τ)ο Στάλινγκραντ, εντούνα (κτυπούσα) με την καρδίαν, γιατί ενούνιΖα (σκεφτόμουνα), μετ’ εμάς αντάμα θα ελευθερού-ται και η Ελλάδα. Χωρίς να ελευθερούται η Ρουσία, πώς θα ελευθερούται η Ελλάδα; Σ’ εμάς έλεγαν, να πιάνουμε αιχμαλώτους. Εγώ έλεγα σ(τ)α παιδιά, που έσαν (ήταν) με τ’ εμέν (μ’ εμένα) απάν(ω) σο τανκς : Όποιος πολεμά μας, να τον γλύνετε (να τον κάνετε γλύνα). Έτον (ήταν) όχι μονάχα για την Ρουσίαν, αλλά και για τ’ εμέτερον την Ελλάδαν… (την δική μας την Ελλάδα).

Δεύτερο.

Τη δεύτερη μέρα της παραμονής μου στο Κίεβο, καθώς ο καιρός ήταν θαυμάσιος και το πρόγραμμα πρόβλεπε επίσκεψη σε μια κατασκήνωση αρλιόνοκ (αετόπουλων), στο βάθος ενός δάσους, κατέβηκα απ’ το δωμάτιό μου, φορώντας ένα σορτς. Μόλις με είδε η εκπρόσωπος του Ιντουρίστ (κρατικός οργανισμός της ΕΣΣΔ για τον τουρισμό), μ’ εκάλεσε παράμερα και με τα καλά της ελληνικά και με πολύ ευγένεια μου έκανε τη σύσταση να βγάλω το σορτς και να φορέσω πανταλόνι. Ρώτησα γιατί. Η απάντηση ήταν απλή : Γιατί στην πατρίδα μας κανένας άνδρας δεν φοράει σορτς. Γελώντας, της Ζήτησα να είμαι εγώ ο πρώτος που θα φορούσε σορτς στην πατρίδα της. Η συνομιλήτριά μου επέμενε να φορέσω πανταλόνι. Υπόθεσα ότι αυτό ήταν εντολή. Μπορεί και να μην ήταν. Οπωσδήποτε έπρεπε να συμμορφωθώ.

Ανέβηκα στο δωμάτιό μου κι άλλαζα. Κατεβαίνοντας σκέφθηκα πόσες φορές, ακόμα και στη διάρκεια της Ζωής του καθενός μας, απαγορευμένα πράγματα γίνονται νόμιμα, λαθεμένα αναγνωρίζονται σωστά. Όμως δεν λείπουν ποτέ κι από πουθενά τ’ απαγορευμένα και τα λαθεμένα. Εκείνα που θεωρούνται σαν τελεσίδικα. Σα να τέλειωσε η ιστορία. Νομίζω ότι το πιο απλό θα ήταν να λέγαμε ότι το «για πάντα», με την έννοια της τρισαιωνιότητας, δεν ισχύει παρά μόνο για την ύλη και τις πιο βασικές της ιδιότητες. Ή μήπως κάνω λάθος;

Τρίτο

Στη βιτρίνα ενός πολυόροφου ουνιβερμάγκ (σούπερ μάρκετ) είδα ένα μικρό μπρούτζινο μπούστο του Αεβ Τολστόι, αντίγραφο από ένα μεγάλο έργο του γνωστότατου Ρώσου γλύπτη Αντρέεφ, που απόδωσε όσο κανείς το γίγαντα της πεζογραφίας. Τα μεγάλα πλάνα του έργου του, αποδίδονταν στην έκφραση του μπρούτζου, που έτσι έφερνε ψυχή κι έβλεπες τον ερημίτη της Γιάσναγια Πολιάνα να σμιλεύει όχι πια φιγούρες σ’ ένα κομμάτι χαρτί, αλλά πολυάνθρωπα ταμπλό σε πλαγιές βουνών…

Μπήκα στο μαγαζί ν’ αγοράσω την προτομή. Μου είπαν ότι το τμήμα αυτό ανοίγει στις 11.30. Την επόμενη πήγα αυτή την ώρα. Μου είπαν ότι έχουν απογραφή και δεν πουλούν τίποτα. Την μεθεπόμενη το ξαναζήτησα. Μου είπαν ότι δεν έχουν άλλα αντίτυπα και αυτό είναι της βιτρίνας και δεν πουλιέται.

ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ: ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ

Το αεροπλάνο της ΑΕΡΟΦΛΟΤ με ευστάθεια, ακρίβεια και ταχύτητα, πετώντας σε μεγάλο ύψος, άφηνε την άλλη μέρα πίσω του την Ουκρανία και πλησίαζε στις ακτές της Βαλτικής. Η διαύγεια της ατμόσφαιρας επέτρεπε να φαίνονται όλοι οι οικισμοί στον απέραντο κάμπο, να διακρίνονται καθαρά τα ποτάμια και ποταμάκια, τα δάση, οι δρόμοι, ενώ η αεροσυνοδός ανέφερε ένα πλήθος τοπωνύμια, γνωστά απ’ τις τιτανομαχίες του 6’ παγκόσμιου πόλεμου, όταν οι τίμιοι άνθρωποι συγχρόνιζαν την αναπνοή τους με τους σοβιετικούς στρατιώτες και απόθεταν στον αγώνα τους τις ελπίδες τους, να μην επικρατήσει η χτηνωδία του φασισμού στη γη κι έτσι τα θηρία να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους. Με θαυμαστή ανταπόκριση τα μέσα του Ιντουρίστ κινούνται για χάρη των πελατών του και σε λίγο να, στο ξενοδοχείο «Λενινγκράντσκαγια», δωμάτιο 303. Μπροστά η Ισαάκισκιι πλόσατ, ο ομώνυμος μητροπολιτικός ναός – θησαυρός των μεγάλων τσάρων πασών των Ρωσιών. Το άγαλμα του Νικολάου, παραπέρα το άγαλμα του Μεγάλου Πέτρου, δίπλα στο παλιό και ωραίο, γνωστό για τις δόξες του ξενοδοχείο «Αστάρια» (τώρα τελευταία βρέθηκαν όπως διάβασα, οι προσκλήσεις που τύπωσε ο Χίτλερ, για τη δεξίωση που θα… έδινε, μόλις θα… έπεφτε στα χέρια του το Λένινγκραντ). Απέναντι ακριβώς είναι τα Σοβιέτ της πόλης. Αλήθεια τι να πρωτοδεί κανείς; Πού να πρωτοπάει; Εδώ γύρω πήρε πολλές φορές στροφή η ιστορία της ανθρωπότητας. Εδώ στα χρόνια των τσάρων και του Τσίγκις Χαν, εδώ προχθές ακόμα στη διάρκεια της πολιορκίας… εδώ… Κι όμως τα μνημεία σώζονται. Είναι γιατί σε κάθε κίνδυνο οι Ρώσοι, προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ιστορία τους. Στον τελευταίο πόλεμο, με βουνά από σάκκους με άμμο, με πλήθος άλλα τεχνικά μέσα καλύφθηκαν, όσο ήταν δυνατό, τα μνημεία και διασώθηκαν.

Το Λένινγκραντ μόλις το δεις καταλαβαίνεις ότι έχει μια προσωπική αρμονία·, που την μεταδίδει στην ψυχή σου. Δεν ξέρω γιατί μόλις περπάτησα στους δρόμους του, με το τεφρό ολοήμερο σύθαμπό τους, μου φάνηκε πως η πόλη αυτή, είναι η καταλληλότερη για τους ποιητές και τους ερωτευμένους. Τυλιγμένο μέσα στο πολικό του φως και στην αχλύ του. Στολισμένο με την ιστορία του. Ντυμένο στη μεγαλοπρέπειά του. Οι αιώνες της δύναμης και του πλούτου δεν πέρασαν χαμένοι. Κάθε στιγμή τους συναντάς. Και πρώτα η μεγαλοφυΐα του Μεγάλου Πέτρου, του ιδρυτή της πόλης, που είδε την αξία της θέσης.

Ο ποταμός Νέβα ενώνεται με τη θάλασσα, σα δέντρο ριγωμένο στη γη. Με την ομαλότητα της κυκλοφορίας του νερού, από τη γη οτις ρίζες του δέντρου, μοιάζει η επικοινωνία της Βαλτικής με το εσωτερικό της Ρωσίας. Το δέλτα του ποταμού μοιάζει με τις ακτίνες μιας ομπρέλας. Επάνω σ’ αυτή την ομπρέλα είναι χτισμένη η πόλη, πνιγμένη στο πράσινο.

Εκατοντάδες γέφυρες και καμιά όμοια με μια άλλη. Όλες κομψοτεχνήματα. Άπειρα ποταμίσια κανάλια, τριγυρισμένα με τέσσερις δενδροστοιχίες και ολοκάθαρους δρόμους. Αραιή η κίνηση. Όλη η πόλη ένα απέραντο μνημείο. Ο μνημειακός της χαρακτήρας διατηρείται ως κόρη οφθαλμού. Ανεύρετα τα ίχνη των εννεακοσίων ημερών της πολιορκίας. Τα ερείπια όλα ανιστορήθηκαν με την ευλάβεια ανιστόρησης μνημείου. Τα ανάκτορα, τα μουσεία, οι εκκλησίες, το θέατρα, οι φυλακές, ακόμη και οι σέλλες των αλόγων των αυτοκρατόρων, τα φορέματα της Μεγάλης Αικατερίνης, οι νυχτικιές της, το μπαστούνι του Συσσένιν, το σπίτι του Γκόγκολ, του Πούσκιν, του Λέρμαντοφ, του Τσέχοφ, η φυλακή του Γκόρκυ, του Ντοστογιέφσκυ, το κελί της φοιτήτριας Βέρας Πέτροθα, που αυτοπυρπολήθηκε το 1897, τα ομοιώματα των δεσμοφυλάκων στις φυλακές, ο Νικόλαος, ο Αλέξανδρος, οι σχολές χορού, το Σμόλνυ, το Πετροντβσρέτς, το Πετρσπαυλόφσκιι κρέποστ, το θωρηκτό ΑΒΡΟΡΑ, απέραντοι ιστορικοί χώροι, που σε κάθε σου βήμα, θυμίζουν ιστορικές στιγμές της ανθρωπότητας και των μεγάλων τέκνων της. Εδώ έζησαν και δημιούργησαν οι μεγάλες μορφές του κινηματογράφου Άιζενστάϊν, Πουντόθκιν, Δοβζένκο, οι κορυφαίοι μουσικοί Σοστάκοδιτς και Προκόφιεφ.

Λίκνο της επανάστασης, πόλη του Λένιν, γενέτειρα της νέας Ρωσίας, το Λένινγκραντ, είναι πάντα η μεγάλη μπαλκονόπορτα απ’ την οποία δυτικά βλέπεις την Ευρώπη κι ανατολικά την Ασία. Θαρρείς στέκει στην κορυφή της καμπυλότητας της γήινης σφαίρας…

 

70-xronia-essd-apospasma-2