Καϋμένε Ασχόκ…
Α… καϋμένε Ασχόκ. από τη Μαχαράσθρα
Για σένα η εβδομάδα είχε πέντε μέρες
Και την πέμπτη μέρα σε σφάξανε, τεσσάρων χρόνων
Στη μακρινή Ινδία για να …βρέξει
Θυσία, είπαν, στο βωμό της θεάς Βροχής
Σε τάισαν μπισκότα και καλούδια
Για τέσσερις μέρες
Ηταν το χρύσωμα του χαπιού — της μαχαίρας
Που θα σ’ έσφαζε την πέμπτη μέρα
Νάξερες πόσα τέτια χάπια κυκλοφορούν
Για τ’ αδελφάκια σου όλης της γης
Κι αυτοί που σε σφάξανε είχανε πάρει
χρυσωμένα χάπια και θα δώσουν τη ζωή τους
Σε κάποιον άλλο Μαμωνά
Είναι, μικρό μου αδελφάκι της Ασίας
Ολ’ η ζωή μας χρυσωμένη
Με χρυσόχαρτα απάτης και ψευτιάς
Δεν είναι μόνο η θεά της Βροχής
Που διψούσε για το δικό σου αίμα
Ολ’ οι θεοί και πρώτ’ απ’ όλα του χρυσού
των μετοχών και του πετρόλαδου και τόσων άλλων
Αιώνες τώρα απ’ τον καιρό του Αδάμ
Ηπιαν και πίνουν αίμα για να ζήσουν
Καϋμένε Ασχόκ. δεν πρόφτασες να μάθεις
Οτι το αίμα το δικό σου
Είν’ η σαμπάνια που ξεδιψάει τους Μολλώχ*
Δεν έζησες να δεις τη μικρή ειδησούλα
Για τη θυσία σου
Δίπλα της μια άλλη ειδησάρα με γιγαντογράμματα**
Σε τρίστηλο πελώριο ειδοποιούσε
Για «ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ TOY AIΩNA» στο Μόντε Κάρλο
Τον Αλέξη του Εφοπλιστή βαφτίζανε
Στ’ «Οτέλ ντε Παρί» των Βασιλιάδων και Πριγκήπων
Με λιμουζίνες οχτάπηχες και με σαμπάνιες
Γλεντήσαν οι τυράννοι και μεθύσαν
Στην όαση των πετρελαιοπηγάδων και εφοπλιστών
Στρατηγοί Υπουργοί και Δεσποτάδες
Δεν ήθελαν να ξέρουνε για σε
Εσύ ήσουνα σκυλί κι ο Αλέξης ήταν τέκνον
Μα δε θα φτουρήσει το κακό
Χτυπάμε τους θεούς του κάτω κόσμου
Κι αυτούς που τους έφτιαξαν εδώ
Εκείνων το βασίλειο, εδώ έχει θρονί
Αυτό σωριάζοντας κι εκείνοι πέφτουν
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗΣ
*Αρχαϊος θεός των Αμμωνιτών στον οποίον προσφέρονταν θυσία παιδιά
**«Καθημερινή» 5.2.85 σελ. 3