Τίποτε δέν προμηνοΰσε αποτρόπαιο κείνο τό βράδυ. Τό χωριό ήρεμο λικνιζόταν στήν Αγκαλιά του δασωμένου λόγγου, καθώς τ’ άπαλοχάιδευε ό μαλακός μαΐστρος πού κατέβαινε άπ’ τήν κορφή τής Κρούσσας κι Απλωνόταν ώς τά γλυκά νερά τής λίμνης τής Δοϊράνης μέ τά παχιά γριβόδια Πρίν άπό λίγο πέρασε συρίζοντας τ’ Απογευματινό τραίνο καί χάθηκε μέσ’ στά προκοίλια τοΰ Μπέλες, κοντανασαίνοντας στήν Ανηφόρα πρός τόν Ντοβά-Τεπέ. ΟΙ χωρικοί, καθισμένοι στ’ Απόσκια των σπιτιών καί τών δένδρων, σέ νόθες Από καλαμωτή ή καί χορτάρι. μπούρλιαζαν τά καπνόφυλλα — τόν όλονύχτιο μόχθο τους.
‘ Η Ελένη — ή Λένα, όπως τήν έλεγε ό καλός της — ξεπετάχτηκε Από ‘να δυνατό πόνο στά σωθικά της
— Ρόδη. πονώ, ζαλίζομαι, είπε.
Κι Ακούμπησε στό παραστάρι τής πόρτας. Ό Ρόδης παραμέρισε γρήγορα Απ’ τά πόδια του τά καπνόφυλλα, έβαλε παράμερα τή βελόνα του κι Ανήσυχος όνασηκώθηκε.
— Τί έχεις. Λένα; — τής είπε.
“Επειτα, τήν κράτησε τρυφερά Απ’ τό χέρι, τήν όδήγησε ώς τόν ξύλινο μπάγκο πού είχαν γιά κρεβάτι καί τήν έβαλε νά κάτσει.
Στήν πλατεία τοΰ χωριού, καθόταν στήν σκιά μιας Ακακίας καί μπούρλιαζε καπνά κι ό Χρήστος ό Ντόλης. Δίπλατου ή γριά μάνα του νύσταζε άιτ’ τό βαρύ ξαγρύπνιο τού καπνού καί τιναζόταν μ* Ινα -ουφ- κάθε φορά πού ή βελόνα τρύπηγε τά χέρια της, άπό τή νύστα. Τρύπογε κι ο γιός της τά δικά του δάχτυλα μέ τήν καπνοβελόνα καί τό αίμα Εσταζε κόκκινο, σταλαματιά-σταλαματιά, όμως έκεινού ήταν άπ’ τή βιασύνη του. μή καί δέν τόν πάρει ή μέρα, καθώς ό ήλιος πήρε κι Εγερνε. Ό καπνός, σάν μείνει άποβραδίς, κολλάει καί γίνεται βάσανο μεγάλο.
Ξαφνικά, άπ’ τό βάθος τής πλατείας πρόβαλε ό Ρόδης καί, χωρίς καμιά γνοιασύνη γιά τά λιθάρια καί τά βότσαλα πού τρυπούααν τά ξυπόλυτα πόδια του, ήρθε καί πέρασε, σά μολύβι άπό σφαίρα, πρός τό κεφαλόβρυσο.
— Κάτι κακό τού μέλλεται. μάνα, είπε ό Χρήστος.
Σε λίγο, όλο τό χωριό μάθαινε τή φαρμακερή είδηση. Οί φωνές τής δύστυχης λεχώνας άνακατώνονταν μέ τά μουγγανητά τών δαμαλιών καί τών βοδιών. πού. γυρίζοντας άπ’ τή βοσκή. σταματούσαν κι Εκραζαν κι άνασκάλευαν τή γής κι Ανασήκω-ναν σύννεφο τή σκόνη, στή ρεματιά, όπου Εφαγε Εψές τό βράδυ ό λύκος τό μοσχάρι τής Λαδούς. *0 γελαδάρης βάρα γε δυνατά μέ τό τομούσι του νά τά σκορπίσει, μά κείνα θαρρείς πεισμάτωναν κι Εστεκαν κι Εκραζαν, Εκραζαν…
Τό φεγγάρι άνέβαινε φηλά πρός τά μεσούρανα κι οί νυχτερίδες πλήθαιναν τίς ά κανόνι στες στροφές τους, πάνω Απ’ τά κεφάλια τών συγκεντρωμένων χωρικών Κανείς δέν Εβγανε άχνα. τό σύμπαν γέμιζε άπό τίς φωνές καί τά βογγητά τής Λένας καί δέ χωρούσε ό τόπος ούτ’ Ενα φίθυρο. Όλοι πονσΰ-σαν μαζί της. κι Εμεναν Αλαλοι καθώς Εκείνη Εστελνε βοερά στά πέριιτα τοΰ κόσμου τόν πόνο καί τήν όργή της. Στή χαμηλοτάβανη καλύβα, γύρω-τριγύρω στά χαμοκρέβατο. Εστεκαν μέ σταυρωμένα Τά χέρια, ή μιά. κι ή Αλλη, κι ή τρίτη μαμή τού χωριού, άνήμπορες γι’ Αλλο τίποτες, παρά νά βλέπουν τήν κοιλιά τής Αρρωστης ν’ άνεβαίνει, ν’ Ανεβαίνει, καθώς τό παιδί ήρθε μέ τά πόδια κι όχι κανονικά, μέ τό κεφάλι
Ό Χρήστος Εφτασε κι έκείνος άπ’ τούς πρώτους μέ τή μάνα τοιι κι έκεϊ χάμω, οιήν Αμμουδιά, δίπλα στο φράχτη τό γειτονικό, καθόταν άμίλητος. Χίλια πράγματα πέρασαν άπ* τά
νσί· του.
— Καί πέρσι οάν σήμερα είμασταν όλοι έδώ μαζεμένοι, όμως γι’ άλλο λόγο, μονολόγησε…
Μετά τά μεσάνυχτα, μέ τή βραχνή φωνή τής πονεμένης λεχώνας Ανακατεύτηκε στον Αθέρα κι ό ήχος Απ’ τ* Αλογο-κούδουνα τού Αμαξά τού Πέτρου. Τόν είχε στείλει ό Ρόδης νά πάει ατό κοντινό κεφαλοχώρι, νά φέρει τόν κυρ-Ήλία. πού δέ σπούδασε, όμως ήταν καί μάμος καί γιατρός κι άπ* άλα
Λυτός κάτι θά ’κάνε.
Μά πάνω κεί πού μελέταγαν οι χωρικοί τό καλό. Απρόσμενο ήρθε τό κακό. Πρόβολον άπ’ τ’ άντικρυνό σοκάκι τρεΙς σκιές μέ στολή, μέ πηλίκτα. Πλησίασαν, πέρασαν τό συγκεντρωμένο πλήθος, έφτασαν μ πρός στήν καλύβα τού Ροδή, καί ό μπροστάρης τους ρώτησε:
— Ποιός είναι Λ Ρόδης Καλδής;
—*Εγώ. είπε ό Ρόδης.
— Συλλαμβάνεσαι. Άκολούθησέ μας.
Αμέσως Εκοφαν τό δρόμο τους, κι ό Ενας κι ό άλλος, οί προεστοί τού χωριού καί μέ παρακάλια θέλησαν νά τούς κάνουν — ώρα κακή πού βρήκε τόν Ανθρωπο — νά τόν λυπηθούν νά τόν άφήοουν.
—Ή υπηρεσία δέν κάμπτεται μέ παρακλήσεις. Φύγετε πίσω. Θά διατάξω χρήσιν βίας. είπε.
Κι οί τρείς σκιές, πού Εγιναν τέσσερες. χάθηκαν μέσα στή νύχτα.
Σέ λίγο Εφτασε 6 κυρ-’Ηλιος, όλοι Ανοιξαν διάπλατα τό δρόμο νά περάσει. Μπήκε μέσα στήν καλύβα, γονάτισε μπροστά στή λεχώνα, πήρε στά χέρια του δυό καθαρά πανιά κι Αρχισε νά τραβά τά πόδια τοΰ παιδιού. Ή Λένα, μ* όλη τή δύναμη πού τής Εμεινε. Εβγαλε μερικές Ακόμη κραυγές κι Επειτα Ενα γοερό -ώωωφ» Εφερε τό τέλος. Τό παιδί κόπηκε στά δύο Τό κεφάλι Εμεινε μέσα κτ ό κορμός μέ τά πόδια άνέμιζαν στά
χέρια τού κυρ-Ήλία, ένώ τό άλικο α\μα τού παιδιού ράντιζε τόν διπλανό τοίχο.
— Στήν πολιτεία! Στήν πολιτεία!
Φώναξε ό κυρ-’Ηλίας κάνοντας άπανωτές τίς καμφορές. Κι ό Πέτρος, πού δέν πρόλαβε νά ξεζέψει, ξεκίνησε γιά τό μακρινό του ταξίδι
Έτσι έρήμωσε τό σπίτι — όπως έλεγαν τίς καλύβες στά χωριά. Όμως κανείς δέν άποκοτοϋσε ν’ απομακρυνθεί. Μι-κρές-μικρές όμαδούλες. καθισμένοι κατάχαμα στό χωματόδρο-μό, άντρες καί γυναίκες κουβέντιαζαν μεσονυχτίς κι έλεγαν κι έλεγαν τά βάσανά τους.
— Πώς είναι ή ζωή…. έλεγ{ ό Χρήστος. Σάν τέτια ώρα. πριν άπό ένα χρόνο παντρεύαμε τόν Ρόδη καί τή Λενιώ. Όλοι τότες μαζευτήκαμε νά τιμήσουμε ένα διαλεχτό ζευγάρι τού χωριού μας. Ό τόπος βρόντηξε άπ’ τά τραγούδια. Τότε. Τώρα… Κι ήταν ό γαμπρός πού μάς Ελεγε σέ μιά διακοπή τού γλεντιού: -Καί πού ‘ναι οί γιατροί καί τά νοσοκομεία κι ή πρόνοια; Τίποτε. Μόνο φόρους καί σπαχήδες… Κι άγραμματο-σύνη καί σκοταδισμό…».
— Κι όμως είμαστε άδύνατοι καί δέν μπορούμε, όέ μπορούμε…. μαρτύρησε άπό κοντά ένας κοντόχοντρος γέροντας στον Χρήστο ’ Η φωνή του μόλις είχε άκουστεί.
—Όσο άδύνατο είναι τό ζευγάρι σου πού τό ζεύει κι ό γιός σου. ό πιό μικρός. μπαρμπα-Λιώνη. Είναι πού δέν ξέρουμε τή δύναμή μας. Κι άπέ…
Τοΰ άπάντησε ζωηρά ό Χρήστος.
Μόλις είχε βγει ή πούλια καί τά βουνά δεχτήκανε τή χαραυγή. σάν έφθασε άπ” τό κοντινό χωριό ένας μαντατοφόρος κι είπε πώς έκεί, κατά τό μύλο τού Νταή, πέρυ άπ’ τό μουρεώ-να τοΰ Λεβέντη, ήτανι ξαπλωμένος μεσοστρατίς ό Καλδής. νεκρός. Τόν είδε ό ίδιος καθώς πήγαινε στό καπνοσπάσιμο καί ειδοποίησε τόν πρόεδρο, πού τόν έστειλε νά τό πεί στή γυναίκα του, τή Λένα.
Τρία-τέσσερα παληκάρια πετάχτηκαν σάν άπό δάγκωμα φιδιού κι Ετρεξαν κατά τό μέρος τού νεκρού. Σέ λίγο γύρισαν κουβαλώντας στις πλάτες τους τό Ρόδη. Τόν άπλωσαν σέ μιά κουρελού καί τόν άφησαν έκεΐ. μπροστά στά πόδια τών ανθρώπων πού μεγάλωσε μαζί τους. Κι άρχισε τό κλάμα καί τό μοιρολόγι. Ήταν γλυκός καί ήρεμος ό Ρόδης. “Εμοιαζε σά νέο έλάφι χτυπημένο άπό κυνηγό. Τίποτε δέ συγκροτούσε πιά τίς γυναίκες, νά λένε μοιρολογητά όλα του τά χαρίσματα καί τίς προκοπές. Κι ό λόγγος άντιβούιζε άπ’ τούς θρήνους…
Μά νά. πάλι ξανακούστηκαν άπό μακριά, σάν άπό δάσος, τά κουδούνια άπ” τ’ άλογόκαρο τού Πέτρου. Οί γυναίκες έπαψαν νά κλαίν κι άγωνιοΰσαν. Δέν μπορούσαν τίποτε νά Εξηγήσουν.
Κι έπειτα… Έπειτα Ενας άπέραντος γόος άκούστηκε άπ’ τά στόματα όλων. Μούγκριζαν άληθινά άπό καύμό καί πόνο όσοι βρίσκονταν κοντά έκεί — καί ήταν όλοι —, σάν είδαν τή Λενιώ νεκρή πάνω στ’ άμάξι. Στό δρόμο Επαψε νά ζεΐ καί τήν έφεραν πίσω. Τήν κατέβασαν, τήν έβαλαν δίπλα στόν άντρα της, κι άνάμεσά τους έβαλαν τό μικρό άκέφαλο παιδί τους. Έφεραν άφθονες μυρτιές καί λουλούδια καί στόλισαν τούς νεκρούς. Κι Εκλαψαν… Εκλαψαν…
Στήν κηδεία, όλο τό χωριό πήρε μέρος. Ψυχή δέν πήγε στή δουλιά κείνη τή μέρα. Μαζεύτηκαν όλοι στό νεκροταφείο. Ψηλά στήν κορφή Ενός λόφου, στούς πρόποδες τής Κρούσσας. Τούς Εθαψαν όλους σ’ Ενα μνημούρι, τήν οικογένεια. Τρεις άνθρωποι πού πέθαναν (μά πέθαναν;) σέ μιά βραδιά. στό δρόμο. Κι έβαλαν ένα σταυρό πού έλεγε:
Ρόδης Καλδής, έτών 26
Λένα Καλδή, έτών 20
ΘΗΛΥΚΟ άγέννητο
Τή 31 Αύγουστου 194…
Ό Χρήστος μίλησε στήν κηδεία. Έπειτα άνοιξε τό δρόμο καί τράβηξε. Δέκα παιδιά καί τρία κορίτσια τόν Ακολούθησαν.
Έτσι άρχισε σέ κείνα τά μέρη τό Αντάρτικο σεφέρι.
vasana-kai-thumoi-i-genna-ths-elenis2